Σήμερα είναι η μνήμη του Αγίου Ιγνατίου ας ακούσουμε
τον Γέροντα Ιωσήφ να μιλά γι αυτόν...
γέροντος ιωσήφ του ησυχαστή
Με την είσοδο των προεορτίων των Χριστουγέννων, έχομε και την μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, ενός εκ των Αποστολικών Πατέρων. Και ενθυμήθηκα μία περικοπή από τους λόγους του Κυρίου μας, πού αρμόζει στην αυριανή εορτή. Μη νομίσητε ότι ήλθον, είπε κάποτε ο Ιησούς μας, βαλείν ειρήνην επί την γην ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν (Ματθ. 10, 34). Και αφού είπε τους τρόπους της διαιρέσεως πού ήλθε να προκαλέση, όπως ερμηνεύονται φυσικά κατά την ιερά μας παράδοσι, προσέθεσε. Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη (Λουκ. 12,49). Περί αυτού του πυρός ακριβώς είναι ο λόγος, γιατί πολύ απασχολεί τουλάχιστον εμάς τους μοναχούς.
Το δοξαστικό του Αγίου Ιγνατίου αναφέρει τα εξής· «Ουκ εστίν εν εμοί πυρ φιλόυλον, ύδωρ δε μάλλον ζών, και λαλούν εν εμοί, ένδοθέν μοι λέγον - Δεύρο προς τον πατέρα.» Και γενικά η ακολουθία, όπως θα παρακολουθήσετε, είναι μια έξαρσι θεουργικού έρωτος, πού πάλλει μέσα στην καρδία αυτού του μεγάλου φωστήρος. Γιατί αναφέρει η παράδοσι, ότι αυτός ο Άγιος ήταν ένα οπό τα παιδιά εκείνα, τα οποία εδέχθη ο Ιησούς μας στις αγκάλες Του.
Όταν κάποτε τον ερωτούσαν οι μαθηταί Του για τα πρωτεία και ποιες είναι οι αξίες τους στο μέλλον, κατά τον τρόπο πού ημορούσαν να συλλάβουν τότε το νόημα, επηρεασμένοι από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τότε, προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησε αυτό εν μέσω αυτών και είπεν ος αν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται (Ματθ. 18,2,5). Και πάλιν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με (Ματθ. 19,14). Ένα λοιπόν από τα παιδιά ήτο αυτός ο Άγιος, ο μετέπειτα Θεοφόρος.
Γι᾽ αυτό και ωνομάσθη Θεοφόρος, επειδή έφερε τον Θεό. Αλλά και πάντες οι Άγιοι Θεοφόροι είναι, διότι ο αγιασμός τούτο σημαίνει Θεοφόρος και Θεολόγος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενοικεί μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και τον καταξιώνει να ονομάζεται έτσι, διότι φέρει εντός του τον Θεό. Και αυτή η Χάρις, πού ενοικεί μέσα του, τον διδάσκει τα μυστήρια της Θεολογίας γενικά, αυτά πού είναι δόγματα της πίστεως.
Ειδικά όμως, εμάς τους μοναχούς μας απασχολεί αυτό. Πότε και εμείς θα ιδούμε μέσα μας εάν άναψε αυτό το πυρ; Άλλοτε ο Κύριος το ονομάζει ύδωρ αλλόμενον, όπως ερμήνευσε στην Σαμαρείτιδα. Όπου αναβλύση αυτό, ποτέ δεν τελειώνει και αυτό ακριβώς είναι η Θεία Χάρις. Και ειδικά εκείνη, η οποία συνδέει εμάς με την απόλυτο - ανθρωπίνως ερμηνεύομε - αγάπη του Ιησού μας, του κέντρου της αγάπης και όλου του ενδιαφέροντός μας.
Γι᾽ αυτό στενάζομε και εμείς, περιφερόμενοι εις αυτούς τους τόπους, στους οποίους μας οδήγησε Αυτός. Διότι όταν εξυπνήσαμε και εγνωρίσαμε περί τίνος πρόκειται, έγινε και σε μας αυτό πού λέει ο Απόστολος Ιωάννης. Ημείς αγαπώμεν Αυτόν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησε ημάς (Α᾽ Ιωάν. 4,19). Και πραγματικά, πρώτος Αυτός ηγάπησε και γι᾽ αυτό μας εκάλεσε, όπως σας ερμήνευσα και άλλοτε. Δεν είναι απλή η κλήσι μέσα στην ψυχή, αλλά είναι προσωπική επέμβασι της μακαριάς Θεότητος. Τώρα μας απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλωμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι ημπορούμε και ευρισκόμεθα εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύησι και η απόδειξι μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ο,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.
Τώρα μένει το δεύτερο σκέλος, πού είναι το εξ ημών ή *, κατά την γνώμην των Πατέρων. Αυτό είναι πού πρέπει να καταβάλωμε εμείς, ούτως ώστε να συνεργαστούν αυτοί οι δύο παράγοντες, η ενέργεια της Θείας Χάριτος, πού γίνεται κατ᾽ ευδοκία και αγάπη του Θεού, και η προαίρεσι η σωστή από μέρους του ανθρώπου, πού αποδέχεται την κλήσι και υποτάσσεται στο Θείο θέλημα. Όταν αυτά τα δύο συναντηθούν καταλλήλως όπως ο Θεός ξέρει, τότε επιτυγχάνεται ακριβώς στην ψυχή του ανθρώπου η ενοίκησι της Θείας Χάριτος και τον επαναφέρει στην πρώτη του κατάστασι. Καταργείται τότε το θνητόν υπό της ζωής και η καινή κτίσις, ο Ιησούς μας ζη και λαλεί μέσα στον άνθρωπο. Και τότε γίνεται η ανάστασι. Αυτός πλέον ο άνθρωπος, είναι αυτός πού έλαβε Αυτόν (Ιωάν. 1,12) και ο Ιησούς του έδωσε εξουσίαν τέκνον Θεού γενέσθαι. Και ερμηνεύει. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, άλλ᾽ εκ Θεού» (Ιωάν. 1,13) έγινε αύτη η γέννησι. Και γίνεται ο άνθρωπος πράγματι τέκνο και φίλος Θεού.
Αυτός είναι και ο στόχος μας. Και δεν θα παύσω να σας ενθυμίζω, ότι δεν πρέπει να σταματήσωμε όσο ζούμε να προσπαθούμε στο πώς θα επιτύχωμεν αυτό. Και τότε είμεθα μοναχοί. Αυτή είναι η ερμηνεία του πραγματικού μονάχου. Αν και ζη στον κόσμο αυτό, είναι εκτός κόσμου, γιατί αντιστρατεύεται τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου και προσπαθεί να εκδυθή, κατά το δυνατό, όλα τα συστήματα και τις ενέργειες του και να ενδυθή τον καινό άνθρωπο τον κατά Θεόν κτισθέντα (Εφεσ. 4,42). Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πυρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μας ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα πού το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίσι και να πυρπολή όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρο.
Σε μας όμως, εδόθη ο κλήρος αυτός. Και έτσι με όλες μας τις δυνάμεις θα προσπαθούμε όσο υπάρχομε, να το ιδούμε και σε μας αναμμένο. Γιατί αν αυτό ανάψη, όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος, θα μας αναβίβαση προς τον Πατέρα. Εφ᾽ όσο εκ μέρους του Θεού, εκ μέρους της Χάριτος, όλα ορθά λειτουργούν και δεν υπάρχει λάθος, τότε εάν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός, το σφάλμα είναι ιδικό μας. Κάτι σε μας δεν πάει καλά και επομένως εδώ πρέπει να συγκεντρωθή όλο μας το ενδιαφέρο, όλη μας η έννοια, όλη μας η σπουδή, όλη μας η προσοχή. Γιατί να μην ανάβη το πυρ αυτό; Φαίνεται υπάρχει μέσα μας υγρασία, δηλαδή φιλαυτία, φιληδονία, εγωισμός. Συμβαίνει όπως με την αισθητή φωτιά. Δεν ανάβουν τα ξύλα όταν η εμπρηστική ύλη είναι υγρή. Πρέπει να στέγνωση.
Και εμείς ακριβώς τώρα πρέπει να προσέξωμε, διότι κάποια υγρασία υπάρχει και δεν ανάβει αυτή η πυρά. Διότι αν δεν αγαπήσωμε τον Θεό εξ ολοκλήρου, όπως μας παρεδόθη από την Εκκλησία μας, εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και άρα και τον πλησίο μας όπως και τον εαυτό μας, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός είναι άστοχη η προσπάθεια μας. Γι᾽ αυτό βλέπετε, ότι από μέρους της Χάριτος τα πάντα είναι τέλεια. Ο Θεός με όλη την Θεοπρεπή του αγάπη και συμπάθεια, αγκαλιάζει τον άνθρωπο και από μέρους Του δεν υπάρχει τίποτε ελλιπές. Πρέπει όμως και από μέρους μας να συμβαίνει το ίδιο. Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, πού εκπροσωπεί τον παλαιό άνθρωπο, πού είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πυρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλωμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, πού είναι οι πόρτες πού εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώσι και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψη μέσα μας αυτό το πυρ.
Κάθε μέρα και κάθε νύκτα εξετάζετε τον εαυτό σας. Και όσο ζη μέσα αυτός ο εγωισμός, να μην δειλιάτε, αλλά συνεχώς να τον αποξέετε με οποιονδήποτε τρόπο μπορείτε, έως ότου, χάριτι Θεού, να τον κρημνίσωμε. Γιατί αν δεν πέσουν αυτές οι ρευστότητες, δεν θα ιδούμε μέσα μας αυτό το πυρ και τότε φυσικά σαν να αποδιώξαμε, δηλαδή δεν απεδέχθημεν την κλήσι του Θεού, αν και Αυτός την έχει δώσει κατ᾽ επανάληψι. Αυτή είναι η σπουδή μας.
Πώς είναι δυνατό να πιστέψωμε ότι αγαπάμε τον Θεό με όλες μας τις δυνάμεις, εφ᾽ όσο δεν παραμερίζομε τις ιδιοτέλειες; Όταν υπάρχει ιδιοτέλεια, τότε ο άνθρωπος ζη για το άτομο του και όχι για την αγάπη του Θεού και προτιμά κάτι, πού αρέσει πρώτα εις αυτόν και μετά εκείνο πού αρέσει στον Θεό. Οπόταν, εκείνος ο οποίος πηγαίνει με πλάγια μέσα προς Εμέ, θα πάω και Εγώ με πλάγια μέσα προς αυτόν, λέει ο Θεός και μόνο τους δοξάζοντάς με δοξάσω. Οι υπόλοιποι πού φαίνονται ότι με εξουθενούν, ατιμασθήσονται.
Όλη μας λοιπόν η σπουδή να είναι εδώ κάθε τι πού είναι θέλημα του Θεού, προηγείται. Εδώ δεν χωράει καμμιά συγκατάβασι. Αυτό ορκίσθημεν, αυτό ετάξαμε από την αρχή. Εάν παρασυρθήκαμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν είναι εύκολο ο άνθρωπος με μια προαίρεσι να μεταφερθή στην απάθεια. Είναι δύσκολο πράγμα. Βλέπετε μεγαλώσαμε μέσα στα συστήματα του παλαιού ανθρώπου, και εσκληρύνθησαν μέσα μας οι παμπόνηρες έξεις και οι συνήθειες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό είναι και η δύναμι της αμαρτίας, πού εμφωλεύει μέσα στα μέλη μας. Η τραγική αυτή ανταρσία, πού εφυτεύθη μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχωμε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευομένου νόμου, πού βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μας πιέζει να μην πειθαρχήσωμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν άλλ᾽ ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τίνος».
Αυτό είναι το σύνθημα των Πατέρων μας, το οποίο κάθε μέρα αναγινώσκομε. Θα συνεχίσωμε την πορεία μας αυτή με εστραμμένη την ελπίδα μας στον Πανάγαθο Δεσπότη, ο οποίος όχι μόνο τώρα πρακτικά, πού τον βλέπομε, αλλά και πριν ξυπνήσωμε να τον ιδούμε, εγνώριζε με την Θεοπρεπή Του μεγαλωσύνη, ότι είμεθα ευτελείς και ουτιδανοί και όμως δεν μας απεστράφη. Αυτός είναι ο θρίαμβος του καυχήματος μας και η μεγάλη μας ελπίδα. Ότι, παρ᾽ όλο πού ήξερε ότι είμαστε τόσο ευτελείς και αδύνατοι, δεν μας εβδελύχθη, αλλά μας έδωσε τον κλήρο της κλήσεως Του, όπως τον έδωσε στους εκλεκτούς. Και αυτό μας γεννάει, εν μέρει, την μακαριά ελπίδα ότι οπωσδήποτε θα πετύχωμε, εφ᾽ όσον Αυτός μένει μαζί μας και μας δικαιώνει.
Βλέποντας την μικρή μας πρόθεσι, Αυτός θα συνέχιση μέχρι τέλους και στο μέλλο θα μας δοξάση, όπως υπόσχεται με την αγαθότητα Του.
* αυτό πού, βέβαια, προέρχεται από μαςή, δηλαδή τη θέληση, την προαίρεση μας.
Με την είσοδο των προεορτίων των Χριστουγέννων, έχομε και την μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, ενός εκ των Αποστολικών Πατέρων. Και ενθυμήθηκα μία περικοπή από τους λόγους του Κυρίου μας, πού αρμόζει στην αυριανή εορτή. Μη νομίσητε ότι ήλθον, είπε κάποτε ο Ιησούς μας, βαλείν ειρήνην επί την γην ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν (Ματθ. 10, 34). Και αφού είπε τους τρόπους της διαιρέσεως πού ήλθε να προκαλέση, όπως ερμηνεύονται φυσικά κατά την ιερά μας παράδοσι, προσέθεσε. Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη (Λουκ. 12,49). Περί αυτού του πυρός ακριβώς είναι ο λόγος, γιατί πολύ απασχολεί τουλάχιστον εμάς τους μοναχούς.
Το δοξαστικό του Αγίου Ιγνατίου αναφέρει τα εξής· «Ουκ εστίν εν εμοί πυρ φιλόυλον, ύδωρ δε μάλλον ζών, και λαλούν εν εμοί, ένδοθέν μοι λέγον - Δεύρο προς τον πατέρα.» Και γενικά η ακολουθία, όπως θα παρακολουθήσετε, είναι μια έξαρσι θεουργικού έρωτος, πού πάλλει μέσα στην καρδία αυτού του μεγάλου φωστήρος. Γιατί αναφέρει η παράδοσι, ότι αυτός ο Άγιος ήταν ένα οπό τα παιδιά εκείνα, τα οποία εδέχθη ο Ιησούς μας στις αγκάλες Του.
Όταν κάποτε τον ερωτούσαν οι μαθηταί Του για τα πρωτεία και ποιες είναι οι αξίες τους στο μέλλον, κατά τον τρόπο πού ημορούσαν να συλλάβουν τότε το νόημα, επηρεασμένοι από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τότε, προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησε αυτό εν μέσω αυτών και είπεν ος αν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται (Ματθ. 18,2,5). Και πάλιν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με (Ματθ. 19,14). Ένα λοιπόν από τα παιδιά ήτο αυτός ο Άγιος, ο μετέπειτα Θεοφόρος.
Γι᾽ αυτό και ωνομάσθη Θεοφόρος, επειδή έφερε τον Θεό. Αλλά και πάντες οι Άγιοι Θεοφόροι είναι, διότι ο αγιασμός τούτο σημαίνει Θεοφόρος και Θεολόγος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενοικεί μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και τον καταξιώνει να ονομάζεται έτσι, διότι φέρει εντός του τον Θεό. Και αυτή η Χάρις, πού ενοικεί μέσα του, τον διδάσκει τα μυστήρια της Θεολογίας γενικά, αυτά πού είναι δόγματα της πίστεως.
Ειδικά όμως, εμάς τους μοναχούς μας απασχολεί αυτό. Πότε και εμείς θα ιδούμε μέσα μας εάν άναψε αυτό το πυρ; Άλλοτε ο Κύριος το ονομάζει ύδωρ αλλόμενον, όπως ερμήνευσε στην Σαμαρείτιδα. Όπου αναβλύση αυτό, ποτέ δεν τελειώνει και αυτό ακριβώς είναι η Θεία Χάρις. Και ειδικά εκείνη, η οποία συνδέει εμάς με την απόλυτο - ανθρωπίνως ερμηνεύομε - αγάπη του Ιησού μας, του κέντρου της αγάπης και όλου του ενδιαφέροντός μας.
Γι᾽ αυτό στενάζομε και εμείς, περιφερόμενοι εις αυτούς τους τόπους, στους οποίους μας οδήγησε Αυτός. Διότι όταν εξυπνήσαμε και εγνωρίσαμε περί τίνος πρόκειται, έγινε και σε μας αυτό πού λέει ο Απόστολος Ιωάννης. Ημείς αγαπώμεν Αυτόν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησε ημάς (Α᾽ Ιωάν. 4,19). Και πραγματικά, πρώτος Αυτός ηγάπησε και γι᾽ αυτό μας εκάλεσε, όπως σας ερμήνευσα και άλλοτε. Δεν είναι απλή η κλήσι μέσα στην ψυχή, αλλά είναι προσωπική επέμβασι της μακαριάς Θεότητος. Τώρα μας απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλωμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι ημπορούμε και ευρισκόμεθα εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύησι και η απόδειξι μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ο,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.
Τώρα μένει το δεύτερο σκέλος, πού είναι το εξ ημών ή *, κατά την γνώμην των Πατέρων. Αυτό είναι πού πρέπει να καταβάλωμε εμείς, ούτως ώστε να συνεργαστούν αυτοί οι δύο παράγοντες, η ενέργεια της Θείας Χάριτος, πού γίνεται κατ᾽ ευδοκία και αγάπη του Θεού, και η προαίρεσι η σωστή από μέρους του ανθρώπου, πού αποδέχεται την κλήσι και υποτάσσεται στο Θείο θέλημα. Όταν αυτά τα δύο συναντηθούν καταλλήλως όπως ο Θεός ξέρει, τότε επιτυγχάνεται ακριβώς στην ψυχή του ανθρώπου η ενοίκησι της Θείας Χάριτος και τον επαναφέρει στην πρώτη του κατάστασι. Καταργείται τότε το θνητόν υπό της ζωής και η καινή κτίσις, ο Ιησούς μας ζη και λαλεί μέσα στον άνθρωπο. Και τότε γίνεται η ανάστασι. Αυτός πλέον ο άνθρωπος, είναι αυτός πού έλαβε Αυτόν (Ιωάν. 1,12) και ο Ιησούς του έδωσε εξουσίαν τέκνον Θεού γενέσθαι. Και ερμηνεύει. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, άλλ᾽ εκ Θεού» (Ιωάν. 1,13) έγινε αύτη η γέννησι. Και γίνεται ο άνθρωπος πράγματι τέκνο και φίλος Θεού.
Αυτός είναι και ο στόχος μας. Και δεν θα παύσω να σας ενθυμίζω, ότι δεν πρέπει να σταματήσωμε όσο ζούμε να προσπαθούμε στο πώς θα επιτύχωμεν αυτό. Και τότε είμεθα μοναχοί. Αυτή είναι η ερμηνεία του πραγματικού μονάχου. Αν και ζη στον κόσμο αυτό, είναι εκτός κόσμου, γιατί αντιστρατεύεται τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου και προσπαθεί να εκδυθή, κατά το δυνατό, όλα τα συστήματα και τις ενέργειες του και να ενδυθή τον καινό άνθρωπο τον κατά Θεόν κτισθέντα (Εφεσ. 4,42). Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πυρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μας ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα πού το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίσι και να πυρπολή όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρο.
Σε μας όμως, εδόθη ο κλήρος αυτός. Και έτσι με όλες μας τις δυνάμεις θα προσπαθούμε όσο υπάρχομε, να το ιδούμε και σε μας αναμμένο. Γιατί αν αυτό ανάψη, όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος, θα μας αναβίβαση προς τον Πατέρα. Εφ᾽ όσο εκ μέρους του Θεού, εκ μέρους της Χάριτος, όλα ορθά λειτουργούν και δεν υπάρχει λάθος, τότε εάν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός, το σφάλμα είναι ιδικό μας. Κάτι σε μας δεν πάει καλά και επομένως εδώ πρέπει να συγκεντρωθή όλο μας το ενδιαφέρο, όλη μας η έννοια, όλη μας η σπουδή, όλη μας η προσοχή. Γιατί να μην ανάβη το πυρ αυτό; Φαίνεται υπάρχει μέσα μας υγρασία, δηλαδή φιλαυτία, φιληδονία, εγωισμός. Συμβαίνει όπως με την αισθητή φωτιά. Δεν ανάβουν τα ξύλα όταν η εμπρηστική ύλη είναι υγρή. Πρέπει να στέγνωση.
Και εμείς ακριβώς τώρα πρέπει να προσέξωμε, διότι κάποια υγρασία υπάρχει και δεν ανάβει αυτή η πυρά. Διότι αν δεν αγαπήσωμε τον Θεό εξ ολοκλήρου, όπως μας παρεδόθη από την Εκκλησία μας, εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και άρα και τον πλησίο μας όπως και τον εαυτό μας, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός είναι άστοχη η προσπάθεια μας. Γι᾽ αυτό βλέπετε, ότι από μέρους της Χάριτος τα πάντα είναι τέλεια. Ο Θεός με όλη την Θεοπρεπή του αγάπη και συμπάθεια, αγκαλιάζει τον άνθρωπο και από μέρους Του δεν υπάρχει τίποτε ελλιπές. Πρέπει όμως και από μέρους μας να συμβαίνει το ίδιο. Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, πού εκπροσωπεί τον παλαιό άνθρωπο, πού είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πυρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλωμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, πού είναι οι πόρτες πού εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώσι και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψη μέσα μας αυτό το πυρ.
Κάθε μέρα και κάθε νύκτα εξετάζετε τον εαυτό σας. Και όσο ζη μέσα αυτός ο εγωισμός, να μην δειλιάτε, αλλά συνεχώς να τον αποξέετε με οποιονδήποτε τρόπο μπορείτε, έως ότου, χάριτι Θεού, να τον κρημνίσωμε. Γιατί αν δεν πέσουν αυτές οι ρευστότητες, δεν θα ιδούμε μέσα μας αυτό το πυρ και τότε φυσικά σαν να αποδιώξαμε, δηλαδή δεν απεδέχθημεν την κλήσι του Θεού, αν και Αυτός την έχει δώσει κατ᾽ επανάληψι. Αυτή είναι η σπουδή μας.
Πώς είναι δυνατό να πιστέψωμε ότι αγαπάμε τον Θεό με όλες μας τις δυνάμεις, εφ᾽ όσο δεν παραμερίζομε τις ιδιοτέλειες; Όταν υπάρχει ιδιοτέλεια, τότε ο άνθρωπος ζη για το άτομο του και όχι για την αγάπη του Θεού και προτιμά κάτι, πού αρέσει πρώτα εις αυτόν και μετά εκείνο πού αρέσει στον Θεό. Οπόταν, εκείνος ο οποίος πηγαίνει με πλάγια μέσα προς Εμέ, θα πάω και Εγώ με πλάγια μέσα προς αυτόν, λέει ο Θεός και μόνο τους δοξάζοντάς με δοξάσω. Οι υπόλοιποι πού φαίνονται ότι με εξουθενούν, ατιμασθήσονται.
Όλη μας λοιπόν η σπουδή να είναι εδώ κάθε τι πού είναι θέλημα του Θεού, προηγείται. Εδώ δεν χωράει καμμιά συγκατάβασι. Αυτό ορκίσθημεν, αυτό ετάξαμε από την αρχή. Εάν παρασυρθήκαμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν είναι εύκολο ο άνθρωπος με μια προαίρεσι να μεταφερθή στην απάθεια. Είναι δύσκολο πράγμα. Βλέπετε μεγαλώσαμε μέσα στα συστήματα του παλαιού ανθρώπου, και εσκληρύνθησαν μέσα μας οι παμπόνηρες έξεις και οι συνήθειες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό είναι και η δύναμι της αμαρτίας, πού εμφωλεύει μέσα στα μέλη μας. Η τραγική αυτή ανταρσία, πού εφυτεύθη μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχωμε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευομένου νόμου, πού βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μας πιέζει να μην πειθαρχήσωμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν άλλ᾽ ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τίνος».
Αυτό είναι το σύνθημα των Πατέρων μας, το οποίο κάθε μέρα αναγινώσκομε. Θα συνεχίσωμε την πορεία μας αυτή με εστραμμένη την ελπίδα μας στον Πανάγαθο Δεσπότη, ο οποίος όχι μόνο τώρα πρακτικά, πού τον βλέπομε, αλλά και πριν ξυπνήσωμε να τον ιδούμε, εγνώριζε με την Θεοπρεπή Του μεγαλωσύνη, ότι είμεθα ευτελείς και ουτιδανοί και όμως δεν μας απεστράφη. Αυτός είναι ο θρίαμβος του καυχήματος μας και η μεγάλη μας ελπίδα. Ότι, παρ᾽ όλο πού ήξερε ότι είμαστε τόσο ευτελείς και αδύνατοι, δεν μας εβδελύχθη, αλλά μας έδωσε τον κλήρο της κλήσεως Του, όπως τον έδωσε στους εκλεκτούς. Και αυτό μας γεννάει, εν μέρει, την μακαριά ελπίδα ότι οπωσδήποτε θα πετύχωμε, εφ᾽ όσον Αυτός μένει μαζί μας και μας δικαιώνει.
Βλέποντας την μικρή μας πρόθεσι, Αυτός θα συνέχιση μέχρι τέλους και στο μέλλο θα μας δοξάση, όπως υπόσχεται με την αγαθότητα Του.
* αυτό πού, βέβαια, προέρχεται από μαςή, δηλαδή τη θέληση, την προαίρεση μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου