Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη

Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῶ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίη ἕνα
ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναίκα του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξορκισμένος ἀπὸ τὴν κυρὰ-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁπο
ῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖος του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ "κατώτερα στρώματα", πὼς νὰ μουντζώνη, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κι ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!

Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστω
ς νὰ ψωνίζουν αἳ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἳ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον, διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ' ἔβλεπες, πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ ἐξέρχωνται ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμένοι γυναῖκες, φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.

Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γριὰ - Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἤτις δὲν εἶχε προλήψεις κ’ ἔπινε φανερὰ τὸ ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρὰ-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἤτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κεριά, καὶ ὄσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὄλας τὰς ἔπινε, μετ' εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.

Ἤρχετο κ’ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁπού ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον, κ’ ἐξωνομάτιζε τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιώ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους, διὰ νὰ ἐξασφαλίςῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη ὅτι τὸ ἀσημικὸν
ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσα ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες – τάς ὁποίας, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλ’ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁπού ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώῃη, κι ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν τὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατίναν.

Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ ν
οικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ’ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα καὶ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁπού ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήση εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ... καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς, ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον... Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ’ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;




Εἰσῆλθε, ριγῶν, ὁ μασ
τρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁπού τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπεν:

-Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε σὺ τὸ ρούμι, εἶπεν.

Πῶς νὰ ἔχει πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ κ’ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κ’ ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλλίτερον ἀπ' ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὤριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτην διὰ
σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι’ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποὶος λέγει, ὅτι αἳ ἐορταὶ εἶναι πάρα πολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἳ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.

Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ' ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε, νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του, δέκα φοράς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ καὶ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα, ἰδὼν τὸν Παῦλον:
-Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.

Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος, διὰ νὰ λύσῃ τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας, μεταξύ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον του Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.
-Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν: οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ' Ἁι-Νικολάου δουλέψαμε, τ' Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχονται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ, πὼς θὰ δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα.

Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
-Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουνε διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
-Εἶναι καὶ ἡ τεμπελιὰ εἰς τὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμήν καθ' ἢν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν' ἀκούση.

-Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα καὶ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια καὶ ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴ μοδίστρα. Καὶ μ' ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρὰ-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.

-Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε...
-Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξύ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.

Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε, <διά> νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.




Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράςῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι! Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλεψῃ, νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἐορτάς. "Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαρειά. Κοπίασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα!"

Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁπού ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὄρον νὰ εἶναι "βρεμένο τὸ παξιμάδι". Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλής εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἑξαπλώνωνται. Εἶἴτα ἔβαλλε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ’ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ’ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτον σωστὸς τεμπέλης κ’ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιον τί εἰς τὰς Ἀθήνας!

Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας, καὶ τὴν ἄλλην ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλο δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευθῇ;

Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναίκα του.

Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἕν παιδίον τῆς ἀγορᾶς, μὲ μίαν κοφίναν ἐπ' ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κ’ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτόν:

-Ξέρεις, πατριώτη, τοῦ λόγου σου, ποῦ εἶναι ἐδῶ χάμω τὸ σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;
-Τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπε...
Ἀστραπή, ὡς ἰδέα, ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.
-Μοῦ’ πε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸ ἐξέχασα… τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ' αὐτὸ τὸ δρόμο... τὸν εἶχα μουστερὴ ἀπὸ πρῶτα... μπροστύτερα καθότανε παρὰ πέρα, στὸ Γεράνι.
-- Τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! αὐτοσχεδίασε ὁ μαστρο-Παῦλος νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρὰ-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο... αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του... πῶς νὰ πῶ; εἶναι ἡ γενιά του... τὴν ἔχει λῦσε-δέσε, σ' ὅλα τὰ πάντα... οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του... εἶναι κουνιάδα του... μαθὲς, θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του... ἐφώναξε τὴν καὶ δῶσε της τὰ ψώνια.

Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε:

-Κυρὰ-Παύλαινα, κόπιασ' ἐδῶ νὰ πάρης τὰ ψώνια πού σου στέλλει ὁ κύριος... ὁ ἀφέντης σου.




Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ἠσθάνετο εἰς τὴν ρῖνά του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴ γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἐν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὅπου ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτόν μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, κ’ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.

Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε μὲ τόλμην ἀπὸ τὰς πολλάς σπονδάς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου, κ’ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.

-Καλησπέρα, κυρὰ-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ'ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;

Οὐκ ἦν φωνή, οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἳ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρὰ-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἠσύχασεν.

Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁπού ἑκατοικοῦσαν εἰς τ' ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἳ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένο μανδράκι τους, αἳ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὸ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁπού ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.

Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρὰ-Στρατίνα, νά’ χουμε καὶ καλὸ ρώτημα... Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχης, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κ’ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι... Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦλθε μεσάνυκτα κι ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κι ἡ φαμίλια σου, ἐπειδής τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά... κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμαρα, καὶ δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ... Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου.. καλὸ κελεπούρι ἤτανε κι αὐτό, μαθές... καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβον μὴ ξαναέλθῃ ἐκεῖνος ποὔ’ χε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία... ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κ’ ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐμένα, τ' ἄκουσες;

Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλὰ:

-Τώρα... εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
-Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ’ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίωνε. Κοίταξε, μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενά, κεῖνος ὁ σκιάς ὁ κουνιάδος σου, πάλε...
-Εἶναι μέσα;

-Ἤ μέσα εἶναι, ἢ ὅπου εἶναι ἔφθασε... νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη, τῷ ὄντι, μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἤτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε, καλὸς ἦταν ὁ γάλος;

Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτον ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.
-Καὶ νὰ μὴν πάρω κ’ ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὡς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα. Ἄφ’ σε τὰ αὐτά. Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε-ἔγινε, νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρης ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ' ἀκοῦς;
-Τ' ἀκούω.
-Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρά, κ’ ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μία γαλοπούλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδιοῦ εἶπε:

-Τὴν ὑγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νὰ πάλε κι ἐσὺ πέντε, κι ἄλλα πέντε, δέκα.

Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάξῃ αὐτά.
-Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν ἡ Στρατίνα τὸ καλὸ πού σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν…
-Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν... δρόμο καὶ δουλειά.



Πρωτοδημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα Χριστουγεννιάτικη Ἀκρόπολις τό 1896

Τα Χριστούγεννα του παπα Τύχωνα


Τα Χριστούγεννα του παπα Τύχωνα
Μυστήριες οι μέρες των
Χριστουγέννων. Παράξενες. Και απογοητευτικές. Περιμένουμε να μας γεμίσουν χαρά.
Και τελικά αποδείχνεται πώς περιμένουνε κι αυτές το ίδιο από μας. Τις γεμίζουμε
δώρα και χριστουγεννιάτικα στολίδια. Εξωτικές συνταγές και ακριβές σαμπάνιες. Κι
αυτές, αχάριστες, μας προσπερνούν και δίνουν τα δώρα τους σε τύπους άσχετους και
μέρη απίθανα. Όπως καληώρα στο κελλί του Παπα-Τύχωνα.
«Κάθε
Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις
χαρμόσυνες ήμερες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκκαλιά της
ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και, όποτε ήταν καμιά
Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ' ένα
κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκκαλιά δυό-τρεις φορές στο νερό, για να πάρη
λίγη μυρωδιά, και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση και κατηγορούσε και
τον εαυτό του ότι τρώει και ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκκαλιά αυτή την
κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι πού άσπριζε πια καί τότε
την πετούσε»
(Μοναχού Παϊσίου Άγιορείτου, Άγιορεϊται Πατέρες και
Αγιορείτικα, έκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης 6 Θεολόγος, Σουρωτή
Θεσσαλονίκης

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον
Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν
ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ
ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι
τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν
κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα
τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί,
ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε
κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿
αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους
τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.
Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ
ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε
ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ,
«ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ
πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι
σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ
τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν
καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς
τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ
τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ
ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια
Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν
Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων
ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων
κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν
δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν
προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ
εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά
του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿
ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ
Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ
ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ
ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν
Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος
Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ
ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια
του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ
ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι
πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ
Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ
ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ
Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ
γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ
μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος
Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν
γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ
πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν
ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ
θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς
εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ
κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του,
πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι,
χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ
χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ
σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα
ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν
προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος
ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν
Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ
καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του
ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων
ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ
διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες
τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία
τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου
ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι
αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ
ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ,
ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα
τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα
τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια
ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία
τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ
πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν
καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι
παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ
περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν
ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς
τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε.
Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ
ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς
ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά
μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς.
Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ
νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ
γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς
θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς
ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ
Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».

Φώτης Κόντογλου: οι ελληνικές γιορτές και τα αγνά έθιμά μας




Τα
Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους
δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη
και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε,
σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι
πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι
περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε
τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να
μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε
τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι
τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι
μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το
πικροβότανο.Ίσα-ίσα
αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι
συναμεταξύ τους, «να περιπτυχθώσιν αλλήλους», ίσια ίσια αυτές τις μέρες
αποξενώνουνται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα
ολότελα ξένα τόνα στ’ άλλο, σχεδόν εχθρικά. Από τη μια μεριά είναι οι
ευτυχισμένοι οι καλοπερασμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι
δυστυχισμένοι κι οι παραπεταμένοι. Αναμεσά τους «χάσμα μέγα εστήρικται» κατά τις
γιορτές. Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δυο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες
έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι όσοι έχουνε τον τρόπο τους
κάνουνε, αλλοίμονο! το παν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τα αγαθά τους στους
λιμασμένους. Κι’ αυτό γίνεται στ’ όνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος
μέσα στο παχνί! Για την γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε οι φτωχοί σαν
και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτώχεια του
για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να
νοιώση κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό
του;
Μονάχα
ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώσει τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να
επιδείξη στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία,
αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ’ όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά
μας, στα χρόνια μας, ένω ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι’ αυτό ένα από τα
ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα
κέντρα!
Οι
γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον
άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που
χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα
του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά
πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές
μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές,
πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε
σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε
τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους,
στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους
ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.Έτσι
μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα
παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές
διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους
περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας
μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε
οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο
της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη,
«Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο τον δρόμο που δεν έχει
πανδοχείο να ξεκουραστής».
Κάποιοι
μοντερνοποιημένοι κάνουνε τον βαρύ και τον θετικό, τον κύριο που δεν έχει
αισθηματολογίες, και λένε πως αυτά είναι αναχρονισμοί κι αδιαφόρετα πράγματα.
Αυτοί για μένα είναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ερημιές, δίχως αγάπη, δίχως χαρά,
μα δίχως πόνο. Γιατί χαρά και πόνος είναι δεμένα. Οι τέτοιες ψυχές είναι πάντα
νεκρά βουνά του φεγγαριού. Ωστόσο, κάτι τέτοιοι «ορθολογιστές» και «θετικισταί»,
ξετρελλαίνονται για κάποιες ανόητες ξενόφερτες φέστες και για κάτι μοντέρνα
γλέντια που ρεζιλεύουνε τον άνθρωπο, φτάνει που γίνονται κατά το κοσμοπολίτικο
μοντέλο που βρίσκεται στα «μεγάλα κέντρα του εξωτερικού». Αυτοί δεν θέλουνε
τίποτα από τα δικά μας, που τα λένε όλα «βλάχικα, φτωχικά, ανάξια για ανθρώπους
που ξέρουνε τον κόσμο». Τίποτα ελληνικό δεν βρίσκει έλεος στα μάτια αυτών των
κουφιοκέφαλων, ακατάδεχτων κι όπως πρέπει κυρίων, που χοτροπηδάνε, ωστόσο, σαν
τρελλοί, με τα τσέρκια στο λαιμό, φτάνει που ήρθανε απ’ έξω, από κεί «που ξέρει
ο κόσμος να απολαμβάνη τη ζωή»! Τι να πούμε κι εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα
φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην
κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας
ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από
μας;
Αδέρφια
μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες
σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι
γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε
επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα
κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με
προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν
ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε,
γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται». Αθάνατη
ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη
περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η
καλοπέραση.
Ναι,
αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με
κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους
απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον
άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν».
Πολλοί
από σας θα’χουνε ίσως περισσότερο από μένα το δικαίωμα να μου πούνε αυτά που
λέγω εγώ σε σας. Δεν είμαι «ο ποιήσας και διδάξας», αλλοίμονό μου! Μα για να μη
σκανδαλισθή κανένας πως τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια, στενεύομαι να πω πως
προσπαθώ να μην είμαι ολότελα «ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν
εκράτει».
Δεκέμβριος
1958
(Φώτης
Κόντογλου, “ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ”)
Σύναξη Ορθοδόξων Ρωμηών/

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Ο ΤΡΕΛΟ ΓΙΑΝΝΗΣ , Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

Η κατά Χριστόν σαλότητα, αποτελούσε ως γνωστό πάντοτε ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια στο πολυάριθμο Συναξάρι των Αγίων μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα λιθαράκι επιπλέον σ’ αυτό το κεφάλαιο αποτελεί και η ιστορία που μας αφηγήθηκε ένας ταπεινός λευϊτης του ευαγγελίου, που ζει στα ευλογημένα βουνά των Αγράφων.

Η αφήγηση του αφορούσε έναν σύγχρονο κατά Χριστό σαλό, που έζησε σε μία από τις απρόσωπες, απρόσιτες και αποξενωμένες γειτονιές της Αθήνας.

Ο τρελό –Γιάννης, αυτόν αφορά η αφήγηση του, ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα που κληρονόμησε από τη μητέρα του σε μία πολυκατοικία 20 συνολικά διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο της γειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα. Από το φούρνο που εργαζόταν συνήθιζε να γεμίζει δυό σακούλες με ψωμιά και κουλούρια καθημερινά και έτρεχε να τα μοιράσει σε γέροντες, γερόντισσες και φοιτητές στη γειτονιά του.

«Να είπα να σας φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δώρο του κυρ -Αποστόλη του φούρναρη για να τον μνημονεύετε στις προσευχές σας», έλεγε. Η αλήθεια ήταν ότι ο τρελό -Γιάννης διέθετε κάθε μήνα ένα μεγάλο μέρος του μισθού του για την τροφοδοσία σε ψωμί των φτωχών της γειτονιάς του. Στον κυρ-Αποστόλη έλεγε πως εξυπηρετεί λίγους φίλους αρρώστους και πως τάχα πληρώνεται για αυτό...

Πώς γνώριζε όμως, τους φτωχούς της γειτονιάς του;

Είχε λοιπόν τη συνήθεια να χτυπά αδιάκριτα τα κουδούνια όχι μόνο της πολυκατοικίας του αλλά και των διπλανών πολυκατοικιών. Αυτοσυστηνόταν σ’ όλους και τους ρωτούσε αν χρειάζονταν κάτι να τους εξυπηρετήσει. «Πως ξημερώσατε σήμερα; Μήπως έχει προκύψει κανένα πρόβλημα και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; Τα παιδιά σας πως πάνε;»

Στην αρχή κάποιοι τον απόπερναν. Άλλοι του έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα αρνούμενοι να του μιλήσουν, φανερά ενοχλημένοι από την απροσδόκητη παρουσία του. Άλλοι όμως περίμεναν τον τρελό -Γιάννη για να ακούσουν, όπως έλεγαν καμιά κουβέντα καλή. Τελικά τους έμαθε όλους, γνώριζε τις ιδιοτροπίες αλλά και στοιχεία του χαρακτήρα τους.

Τα βράδια συνήθιζε ο τρελό -Γιάννης να αποσύρεται στο φτωχικό σπίτι του και προσευχόταν. Του άρεσε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήριο για να φεύγουν, όπως είπε, σε κάποιον που τον ρώτησε, τα κακούδια ( δαιμόνια ), από τη γειτονιά...

Το διάβαζε τόσο δυνατά που κάποιος νεοφερμένος νοικάρης που δεν τον ήξερε καλά μια ημέρα κάλεσε την Αστυνομία διαμαρτυρόμενος για διατάραξη ησυχίας! Ακόμη καθημερινά ο σαλός λιβάνιζε ξεκινώντας από τον τελευταίο όροφο μέχρι και κάτω, σέ όλα τα διαμερίσματα. Και τις αυλές έβγαινε και λιβάνιζε. Και όταν κάποιος ήταν άρρωστος τον επισκεπτόταν και αφού τον λιβάνιζε και τον σταύρωνε του διάβαζε συλλαβιστά με τα λίγα κολλυβογράμματα που γνώριζε την καθολική επιστολή του Ιακώβου... «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων ίνα ιαθήτε» τους έλεγε. Τους παρότρυνε να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν για να γίνουν καλά άπό το μεγάλο γιατρό, τον Χριστό μας...

Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που γυρνώντας από τον φούρνο έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε την πολυκατοικία για να είναι όπως έλεγε καθαρή.
Του άρεσε να παρεμβαίνει χαμογελώντας σ’ αυτούς που συνήθιζαν να καυγαδίζουν για τα πολιτικά κόμματα δημοσίως στα καφενεία (παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι καυγάδες για τα κόμματα).

--«Αχ βρε εσείς γιατί υπολογίζετε και στηρίζεσθε σε τενεκέδες και κύμβαλα. Να παρακαλάτε άντί να τσακώνεστε να μας στείλει ο Θεός ένα Δαυίδ για βασιλιά. Αυτός έλυνε τα προβλήματα γιατί μάτωναν τα γόνατά του στην ικεσία και στην προσευχή. Οι δικοί σας οι έξυπνοι τι κάνουν; Ικετεύουν μόνο για μίζες και γίνονται ένα με τη διαφθορά... Σας περνούν για χαζούς και σας κοροϊδεύουν», συνήθιζε να τους λέει.

--Φύγε μωρέ τρελοΓιάννη, απαντούσαν εκείνοι και για να τον αποφύγουν τον έστελναν για κανένα θέλημα. Εκείνος πάντα τους έλεγε «μην ελπίζετε στους άρχοντες. Να έχετε μόνο την ελπίδα σας στο Θεό».

Μία ημέρα ο τρελό -Γιάννης δεν πήγε στη δουλειά. Ο κυρ-Αποστόλης ο φούρναρης ανησύχησε. Ποτέ δεν είχε λείψει. Έστειλε λοιπόν κάποιον στο σπίτι του. Πριν φθάσει σ’ αυτό τον βλέπει το σαλό με ένα φτυάρι να έχει ανοίξει τα φρεάτια και να τα καθαρίζει από τα χώματα και τις ακαθαρσίες.

--«Βρε συ ντιπ- για ντιπ ζουρλάθηκες;» του λέγει. «Ο κυρ –Αποστόλης σε περιμένει στο φούρνο και εσύ καθαρίζεις φρεάτια; Μήπως νομίζεις πως θα σε προσλάβουν έτσι στο Δήμο;». Εκείνος απάντησε.

--«Ψάχνω να βρω από το πρωί δυό κατοστάρικα που έχασα. Αλλά δεν θυμάμαι σε ποιό από τα πέντε φρεάτια έπεσαν και έτσι τα άνοιξα όλα. Και μια που τ’ άνοιξα είπα να βγάλω και τις βρωμιές και να τα καθαρίσω», είπε χαμογελώντας ο σαλός. «Τράβα λοιπόν πες στον κυρ -Αποστόλη πως θα δουλέψω πιο πολύ αύριο για να συμπληρώσω τις ώρες, Δύο κατοστάρικα είναι αυτά... Δεν είναι παίξε -γέλασε», είπε.

Ποιός είδε τον φούρναρη τότε και δεν τον φοβήθηκε. Μόλις έμαθε τα καμώματα του σαλού απειλούσε να τον διώξει. Μετά πέντε ώρες ο Γιάννης ο σαλός είχε ολοκληρώσει την εργασία του και αποσύρθηκε ικανοποιημένος στο σπίτι του.

--«Τα βρήκες βρε συ τα κατοστάρικα; Τον περιέπαιξε ο μπακάλης. «Να πας στο Δήμαρχο να σου τα δώσει, που του καθάρισες τα φρεάτια» του είπε γελώντας.

Το απόγευμα όμως της ίδιας ημέρας, ο ουρανός σκοτείνιασε...

Μαύρα σύννεφα απλώθηκαν απειλητικά. Βροντές και αστραπές και μία καταρρακτώδης βροχή άρχισε να πέφτει. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια παρασύροντας ότι βρήκαν στο διάβα τους ακόμη και αυτοκίνητα. Στον ευρύτερο Δήμο της περιοχής σημειώθηκαν πολλές καταστροφές. Πλημμύρισαν σπίτια, καταστήματα, αποθήκες. Χάθηκαν περιουσίες. Η πυροσβεστική δεν προλάβαινε να αντλήσει ύδατα.

Ο δήμαρχος έκανε μία περιοδεία την επόμενη ημέρα για να διαπιστώσει προσωπικά τις ζημιές. Όλοι οι δημότες διαμαρτύρονταν για τα βουλωμένα φρεάτια. Πήγε και στη γειτονιά του τρελο -Γιάννη. Εκεί δεν υπήρχε ζημιά. Ο μπακάλης που τον είδε του είπε:

«Δήμαρχε, να πας να ευχαριστήσεις τον τρελο -Γιάννη που σήμερα από το πρωί καθάριζε τα φρεάτια. Μας έσωσε η τρέλα του σαλού που έψαχνε να βρει τα δύο κατοστάρικα που έχασε» πρόσθεσε.

Αλλά και ο φούρναρης είπε τα ίδια στον Δήμαρχο. «Ευτυχώς που ο τρελός δήμαρχε καθάρισε τα φρεάτια όμβριων υδάτων γιατί αλλιώς θα είχαμε πνιγεί με τέτοια βροχή. Μας γλύτωσε η τρέλα του από τα χειρότερα».

--«Να που χρειάζονται και οι τρελοί», είπε χαμογελώντας ο δήμαρχος.

Ο σαλός κατά Χριστόν Ιωάννης συνήθιζε να ντύνεται φτωχικά. Έτσι όπως τον έβλεπαν πολλοί τον λυπόντουσαν και του έδιναν χρήματα. Πάρε βρε τρελέ να αγοράσεις κανένα παντελόνι και κανένα πουκάμισο να φορέσεις. Εκείνος τους ευχαριστούσε. Έβαζε τα χρήματα σε φακέλους, συμπλήρωνε και από το μισθό του και πήγαινε κρυφά και τα πετούσε κάτω από τις πόρτες αυτών που είχαν ανάγκη.

Όταν πήγαινε στο σούπερ –μάρκετ συνήθιζε να ψωνίζει πράγματα αλλόκοτα. «Έβαζε στο καλάθι λ.χ. ακόμη και πράγματα γυναικεία, που προκαλούσαν γέλια στις κοπελιές του ταμείου. Ο ιδιοκτήτης του σούπερ-μάρκετ τον λυπόταν και είχε δώσει εντολή να του παίρνουν τα μισά χρήματα από την συνολική αξία».

Μία ημέρα κίνησε την περιέργεια σε κάποιον να δει τι τα κάνει ο σαλός τόσα ψώνια. Έτσι κρυφά μια ημέρα τον παρακολούθησε. Εκείνος πήγε σε μία απόμακρη γωνιά της μικρής πλατείας για να μην τον βλέπουν και άρχισε να χωρίζει τα ψώνια. Εν συνέχεια άρχισε να χτυπά, όπως συνήθιζε τα κουδούνια και να αφήνει έξω από την πόρτα τις τσάντες με τα ψώνια.

«Τα γυναικεία είδη που ψώνιζε τα πήγαινε σε μία φτωχή φοιτήτρια, την Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας, που είχε μεγάλη ανάγκη».

Όλοι στη γειτονιά την ημέρα της εκδημίας του, πριν από οχτώ χρόνια, είχαν να εξιστορήσουν και από μία αφήγηση για τα «καμώματα» του τρελού. Ο Αναστάσιος, ο διαχειριστής στην πολυκατοικία που έμενε ο σαλός άρχισε να μιλά για την αγάπη που είχε στην Εκκλησία.

Πήγαινε σχεδόν καθημερινά στο ναό. Τις Κυριακές έφθανε ακόμη και πριν από τον Παπά. Άναβε το κερί του, προσκυνούσε τις αγίες εικόνες και έπαιρνε τη θέση του μπροστά από την είσοδο του ναού κάνοντας τον ζητιάνο. Ότι χρήματα μάζευε, όπως μου αποκάλυψε ο παπάς, πήγαινε κρυφά και τα έβαζε στο παγκάρι υπέρ των φτωχών και των γερόντων.

Μία ημέρα η νεωκόρος τον είδε και νόμιζε ότι ήθελε να το κλέψει. Έτρεξε γρήγορα και ειδοποίησε τον παπά. «Παπά ο τρελο- Γιάννης βάζει χέρι στο παγκάρι» του είπε. Ο παπάς προχώρησε τότε με προσοχή και κοίταξε κρυφά. Είδε τον σαλό να βγάζει χρήματα από τις τσέπες του και να τα ρίχνει στο παγκάρι.

--Τι κάνεις εκεί βρε τρελέ; του φωνάζει. Και εκείνος του απαντά. «Να πάτερ μου τρύπησε η τσέπη μου και για να μην μου πέσουν και τα χάσω τα ρίχνω μέσα για να τα φυλάει η Παναγιά μας και να τα δώσει σε πιο φτωχούς από μένα»!

Σώζει μιά γυναίκα από το θανάσιμο αμάρτημα τής μοιχείας...

Η Νικολέττα στη συνέχεια τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά καφέ πήρε το λόγο...

"Ένα σούρουπο, είπε, πριν από 10 ίσως και παραπάνω χρόνια, είδα έναν νεαρό να περιφέρεται περίεργα στη γειτονιά μας. Τον παρατηρούσα γιατί τον πέρασα για κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τον τρελο-Γιάννη να βγαίνει από το σπίτι του φουριόζος και με γοργό βήμα να κατευθύνεται τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, όπου έμενε τότε με ενοίκιο μία οικογένεια τετραμελής.

Στρογγυλοκάθησε ο τρελός μπροστά στα σκαλοπάτια της αυλόπορτας και άρχισε να ψέλνει δυνατά ύμνους της Παναγίας. Του άρεσε να λέει «το αγνή Παρθένε...»

Πέρασαν σχεδόν δυό ώρες και ο τρελός συνέχιζε να ψέλνει. Βγήκα έξω και του είπα να σταματήσει. Τότε είδα τον νεαρό να απομακρύνεται βιαστικά. Ο σαλός σηκώθηκε και μπήκε στην μονοκατοικία. Από περιέργεια πήγα να δω τι συμβαίνει. Ο νους μου δεν σας κρύβω πως πήγε στο κακό. Χτύπησα το κουδούνι και η κοπέλα, μου άνοιξε.

Ο τρελο-Γιάννης καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έτρωγε κάτι που του είχε σερβίρει η κοπέλα. Δίπλα του στεκόταν ο πεντάχρονος γιος της. Απευθυνόμενος στο παιδάκι ο σαλός άρχισε να του λέει πως μία από τις δέκα εντολές του Θεού είναι αυτή που λέει «ου μοιχεύσεις».

--«Ξέρεις Γιωργάκη μου ότι η μοιχεία δεν είναι αρεστή στο Θεό. Η μοιχεία ανοίγει μία πύλη στο Σατανά που μπαίνει στο σπίτι και αλωνίζει. Χαλούν τότε οι οικογένειες και οι ασθένειες και ο πόνος και το μίσος μπαίνουν από τα παράθυρα και διώχνουν την ευλογία του Θεού που έδωσε με το μυστήριο του γάμου. Η γυναίκα και ο άνδρας, όπως είναι ο μπαμπάς και η μαμά με το γάμο Γιωργάκη μου γίνονται μία σάρκα, ένα σώμα. Με τη μοιχεία είναι σαν να κόβεις το χέρι σου».

Δεν σας κρύβω πως θύμωσα πολύ...

--«Τι λες βρε αθεόφοβε στο παιδάκι; Για συμμαζέψου...» είπα. Η κοπέλα τότε έβαλε τα κλάματα και μου είπε με αναφιλητά. «Για μένα τα λέει, άστον μην τον αποπαίρνεις...»

Ο τρελό – Γιάννης όμως έφυγε βιαστικά και η κοπέλα τότε μου εξομολογήθηκε πως σκόπευε να απατήσει τον άνδρα της με έναν νεαρό που γνώρισε σε μία καφετέρια που είχε πάει με μία φίλη της να πιεί καφέ. Της είπε πως ο νεαρός θα τη συναντούσε στο σπίτι της, εκμεταλλευόμενος την απουσία του άνδρα της που είχε πάει για δουλειές στην επαρχία αλλά ο Θεός τη φύλαξε και δεν ήρθε. Γλύτωσα από μεγάλο κακό Νικολέτα μου. Θα χαλούσα την οικογένειά μου και το γάμο μου.

Όταν χτύπησε ο τρελο -Γιάννης νόμιζα πως ήταν ο νεαρός και δέν θα είχα τη δύναμη να τον διώξω...

Ευτυχώς, ο Θεός με γλύτωσε από μεγάλη αμαρτία...

«Ο σαλός σε προφύλαξε, τής είπα, γιατί ο νεαρός ήρθε αλλά στο σκαλοπάτι της εξώπορτας καθόταν επί ώρες ο σαλός ψέλνοντας καθώς σεργιανούσε έξω από την πόρτα σου ο νεαρός. Δεν τον άκουγες;» της είπα.

Είχα ακούσει, λέγει τότε ο φούρναρης, πως ο Γιάννης ήθελε από μικρός να γίνει παπάς. Όμως λίγο η κατοχή, λίγο ο εμφύλιος δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Έμαθε μόνο να διαβάζει και να γράφει λίγο. Έτσι, όταν πήγε νεαρός ακόμη στον Επίσκοπο και του ζήτησε να τον κάνει παπά εκείνος τον απέτρεψε συστήνοντάς του να πάει πρώτα στο σχολείο.

Αλλά να, με όλα αυτά που λέτε αλλά και μ’ αυτά που γνωρίζω και εγώ που τον είχα στο φούρνο μπορώ να πω πως ο Θεός μπορεί να μην τον έκανε παπά αλλά τον έχρισε Επίσκοπο στη γειτονιά μας. Τα τελευταία λόγια του κυρ- Αποστόλη χάθηκαν μέσα στους λυγμούς του και τα δάκρυά του...


Η μυστική ζωή τού τρελοΓιάννη...

Δάκρυα τότε κύλησαν και από πολλούς άλλους παριστάμενους. Όλοι ήθελαν να καταθέσουν τη δική τους μαρτυρία. Δύο κοπέλες παρατηρούσαν αμήχανα πιο απόμακρα. Στο πρόσωπό τους ζωγραφιζόταν έκδηλα ο θαυμασμός ανάμεικτος με το συναίσθημα της θλίψης. Κανείς εκ των παρευρισκομένων δεν τις γνώριζε και όλοι αναρωτιόντουσαν να μάθουν ποιες ήταν...

Ο κυρ Αναστάσης πίστεψε πως θα συνδέονταν με κάποια συγγένεια και ως διαχειριστής που ήταν πήρε την πρωτοβουλία και τις ρώτησε αν είχαν κάποια σχέση με τον εκδημήσαντα προς Κύριον, αδελφό Ιωάννη...

Η πιο εύσωμη τότε, αφού σκούπισε τα δάκρυά της άρχισε να λέγει.

«Ονομάζομαι Αρετή και μαζί με τη φίλη μου την Καλλιόπη εργαζόμαστε στο νοσοκομείο Παίδων. Πριν από αρκετά χρόνια γνωρίσαμε τον κυρ-Γιάννη τον Κλόουν. Έτσι τον ξέραμε, αυτόν που εσείς αποκαλείτε τρελο -Γιάννη.

Ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή απόγευμα, φορτωμένος πάντα με παιχνίδια. Τα μοίραζε στα παιδιά και έπαιζε μαζί τους. Τα αγαπούσε όλα αλλά έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα και αγάπη σ’ όσα νεογέννητα μεγάλωναν στο νοσοκομείο μόνα τους, επειδή τα είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους.

Τους έφερνε ρούχα, παιχνίδια και όλο και άφηνε και κάποια χρήματα στην εφημερεύουσα νοσοκόμα μη τυχόν χρειαστούν και κάτι άλλο στο διάστημα που εκείνος δεν ερχόταν. Εμείς δεν τον ξέραμε ως τρελό, όπως εσείς. Για μας ήταν ο πιο καλός κλόουν που διασκέδαζε όσο κανείς άλλος τα παιδιά...».

«Αγαπούσε πιο πολύ ένα μικρό παιδάκι που οι γονείς του το εγκατέλειψαν γιατί είχε σύνδρομο Down» συμπλήρωσε η Καλλιόπη. «Βρε Καλλιοπίτσα, πως αυτό το αγγελουδάκι το άφησαν, αναρωτιόταν. Οι καημένοι (οι γονείς) αν ήξεραν ότι το αγγελουδάκι αυτό αποτελούσε γι’ αυτούς το εισιτήριο για τον παράδεισο και την αιωνιότητα δεν θα το εγκατέλειπαν. Αφήνεις μωρέ ένα τέτοιο θησαυρό;

Ο Χριστός μας Καλλιοπίτσα μου είπε πως είναι αγάπη. Και η αγάπη ξέρεις εμπεριέχει τη θυσία. Αγάπη χωρίς θυσία είναι σαν τον άδειο τενεκέ, τον ξεγάνωτο που έλεγε και η μανούλα μου. Ο Χριστός Καλλιοπίτσα μου είπε πως όποιος δεν έχει αγάπη θυσιαστική μοιάζει σαν ένα μηδενικό. Αν ξέραμε καλό μου κορίτσι τι θησαυρούς στέλνει στον άνθρωπο συνεχώς ο Θεός για να τον σώσει, θα πετούσαμε τις σκούφιες μας από τη χαρά μας. Να δες, αυτό το αγγελουδάκι είναι ένας τέτοιος θησαυρός...

Θα σου πω μάλιστα ένα μυστικό. Αν βρισκόταν σήμερα μια καλή οικογένεια και το υιοθετούσε, τότε όχι μόνο θα έπαιρνε αμέτρητες ουράνιες ευλογίες αλλά με τη θυσία της αγάπης τους να αγκαλιάσουν ένα λαβωμένο στο σώμα αγγελουδάκι θα το γιάτρευαν. Γιατί ο Τριαδικός Θεός μας είναι φιλεύσπλαχνος και φιλόστοργος»...

Αυτά μου είπε ο κυρ-Γιάννης καθώς κοίταγε το άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδάκι που κοιμόταν στο νοσοκομειακό κρεβατάκι του.

«Δεν είναι Καλλιοπίτσα μου περίεργο οι άνθρωποι σήμερα να νοιάζονται περισσότερο για τα ζωάκια και σ’ αυτά τα παιδάκια να μην δίδουν σημασία. Δεν λέω πως δεν πρέπει να αγαπάμε τα πετεινά και τα ζώα. Και εκείνα πρέπει να τα φροντίζουμε αλλά πόσο μάλλον πρέπει να φροντίζουμε τον πάσχοντα άνθρωπο, που αποτελεί και εικόνα του Θεού. Να γίνουμε καλοί Σαμαρείτες χρειάζεται σήμερα ώστε να δίνουμε και τη ζωή μας όταν παραστεί ανάγκη για την ανακούφιση του άλλου. Μην το ξεχνάτε αυτό, ιδιαίτερα εσείς οι νοσοκόμες που η εργασία σας συνδέεται με τον ανθρώπινο πόνο...

Οί Άγιες ψυχές ζούνε ανάμεσα στούς ζωντανούς ανθρώπους...

"Είχα την εντύπωση πως ο κυρ- Γιάννης ήταν θεολόγος -καθηγητής. Αυτό συμπέρανα από τις βαθιές θεολογικές αλλά και απλές αναλύσεις του. Ήξερε όλη την Αγία Γραφή και με παρότρυνε με πίστη να διαβάζω κάθε ημέρα μία- δύο σελίδες από την Αγία Γραφή που ο ίδιος μου χάρισε.

Με συμβούλευε μάλιστα, να γονατίζω καθημερινά μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και να τις περιγράφω με λεπτομέρεια τις χαρές, τις λύπες, τα προβλήματα της ημέρας.

«Καλή μου Καλλιοπίτσα ζήτα από την Παναγίτσα μας να γίνει η πιο καλή σου φίλη και τότε θα δεις να αλλάζουν όλα γύρω σου. Η καλή μας Παναγία, είναι η πιο καλή μάνα, η πιο καλή αδελφή, η πιο καλή φίλη. Μίλα της, σε ακούει...», μου έλεγε.

Όταν χθες βράδυ, τηλεφώνησα στόν κύρ-Γιάννη και κάποιος κύριος πού σήκωσε το τηλέφωνο μου είπε πώς ο κύρ-Γιάννης πέθανε, και με ενημέρωσε για την κηδεία του, τότε ένοιωσα σαν να έχασα τον πατέρα μου...

Ξαφνικά πετάγεται πάνω ο κυρ- Αναστάσης και ρωτά.

--«Πότε τηλεφώνησες;

--"Χθες το βράδυ γύρω στις οκτώ. Ήθελα να τον ρωτήσω αν αυτή την Κυριακή που έχω βάρδια θα ερχόταν, γιατί δεν σας κρύβω πως τον κυρ-Γιάννη τον εμπιστευόμουν περισσότερο απ’ όλους, ακόμη και από τους γονείς μου...

--Μα το σπίτι είναι κλειστό από προχθές, και κλειδιά έχω μόνο εγώ, αναρωτήθηκε ο κυρ -Αναστάσης.

Στράφηκε λοιπόν προς τους υπολοίπους και τους ρώτησε αν κάποιος έχει κλειδιά. Η απάντηση ήταν αρνητική...

--«Μα η φωνή που μου απάντησε έμοιαζε πολύ μ’ αυτή του κυρ-Γιάννη. Θεώρησα πως είναι κάποιος συγγενής του. Τώρα όμως, που το λέτε θυμάμαι πως με αποκάλεσε «Καλλιοπίτσα». Έτσι μόνο εκείνος μ’ αποκαλούσε! Εκείνη την ώρα όμως με συγκλόνισε η αναγγελία του θανάτου και δεν έδωσα σημασία...

"Τώρα Καλλιοπίτσα θα φροντίζετε μόνες σας τα παιδάκια γιατί ο κυρ-Γιάννης σας πέθανε και δεν θα μπορεί πιά να σας επισκεφθεί ως κλόουν..." μου είπε στό τηλέφωνο!!!

Νόμιζα πως οι οικείοι του γνώριζαν αυτή τη δραστηριότητα του και δεν έδωσα σημασία... Τώρα μαθαίνω πως δεν έχει συγγενείς και δεν ξέρω τι να πω».

Τότε ο παπά -Δημήτρης που παρακολουθούσε αμίλητος στεκόμενος σε διπλανό τραπέζι σηκώθηκε όρθιος και είπε.

--«Μα αυτός είναι Άγιος!!! ».

Άγιος, Άγιος φώναξαν αυθόρμητα όλοι...

--«Σας ακούω τόση ώρα να αφηγείστε όλοι τις περιπέτειες του κοιμηθέντος αδελφού μας Ιωάννη. Όλα αυτά που είπατε για το τρελο- Γιάννη, όπως τον αποκαλείτε είναι θαυμαστά γεγονότα τα οποία χαρακτηρίζουν μόνο τη ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας. Έχω την εντύπωση πως δεν επρόκειτο για μια κοινή ομήγυρη κηδείας αλλά για μια γιορτινή ατμόσφαιρα.

Η διαπίστωση της Καλλιόπης ότι τής μίλησε, άν καί πεθαμένος, στο τηλέφωνο, με συγκλόνισε και μου έφερε στη μνήμη μου ένα ανάλογο περιστατικό που αναφέρεται στη ζωή του αγίου γέροντα Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη...».

--Παπά μου, θέλει να μιλήσει και ο Δημητράκης, είπε ο κυρ –Αποστόλης.

--Πες το βρε συ να τ’ ακούσουν όλοι, αυτό που μου είπες πριν από λίγο για τον τρελο-Γιάννη...

Ο Δημητράκης ήταν ένα παιδί στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Βάδιζε τα 14 χρόνια και πήγαινε στη Β’ τάξη Γυμνασίου. Έμενε με τον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό του Παύλο και τους γονείς του, δύο πολυκατοικίες πιο πέρα, από εκεί που κατοικούσε ο τρελο -Γιάννης. Τον τελευταίο χρόνο σ’ αντίθεση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του είχε στραφεί προς τον Θεό...

Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη μεγάλη στροφή. Αναρωτιόντουσαν τι συνέβη και άλλαξε ο ζωηρός Δημητράκης και πως άφησε τις σκανδαλιές και τις αταξίες και στράφηκε στη μελέτη και τη σωφροσύνη. Ακόμη και οι γονείς του αγνοούσαν την αιτία αυτής της μεταστροφής του.

Στην αρχή μάλιστα πίστευαν πως έχει παρασυρθεί από καμιά αιρετική οργάνωση. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσαν πως δεν κρυβόταν τίποτε τέτοιο πίσω από την αλλαγή του γιου τους. Έβλεπαν ακόμη πως από τότε που ο γιος τους εστράφη προς τον Θεό, τα προβλήματα στην οικογένεια τους λιγόστευαν. Σταμάτησαν οι καυγάδες. Οι έπαινοι των δασκάλων στο σχολείο αντικατέστησαν τις διαμαρτυρίες για τις αταξίες...

Η στροφή του Δημητράκη άλλαξε την πορεία της οικογένειας. Οι γονείς του εξεπλάγησαν ακόμη περισσότερο όταν είδαν πως ο γιος τους άρχισε να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και να διαβάζει την Αγία Γραφή που του χάρισε ο τρελο-Γιάννης. Ο καημένος ο Παναγιώτης, πατέρας του Δημητράκη, που συνήθιζε να επισκέπτεται την Εκκλησία κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα αναστατώθηκε. Συζήτησε το θέμα με την γυναίκα του Πολυξένη.

--«Βρε γυναίκα, μήπως ο Δημήτρης έχει μπλέξει; Πως άλλαξε έτσι; Μήπως είχε καμιά ερωτική απογοήτευση και τον παράτησε καμιά πιτσιρίκα; Φοβάμαι ότι οι παπάδες θα τον χαλάσουν. Άντε που κινδυνεύει να τον πάρουν στο ψιλό και οι φίλοι του και να τον κοροϊδεύουν. Τι λες δεν πρέπει να του μιλήσουμε» έλεγε. Η καημένη Πολυξένη άκουγε το σύζυγό της με προσοχή. Δεν μιλούσε. Όταν έφθασε η ώρα και πήρε το λόγο είπε:

--«Δεν ξέρω Παναγιώτη μου τι να πω. Μπορεί να έχεις δίκαιο. Δεν σου κρύβω πως αυτές οι σκέψεις πέρασαν και από το δικό μου το κεφάλι. Ένα όμως ξέρω. Από τότε που ο Δημήτρης παρουσιάζει αυτή τη συμπεριφορά το σπίτι μας ησύχασε. Οι βαθμοί του στα μαθήματα σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο. Οι δάσκαλοι του έχουν να το λένε. Και αυτοί απορούν με το Δημήτρη. Με ρώτησαν μάλιστα αν κάνει ιδιαίτερα μαθήματα... Κοντά στο Δημήτρη παρακινήθηκε και ο μικρός ο Παύλος.

Ξέχασες Παναγιώτη μου πόσο ανησυχούσαμε όταν παλαιότερα ο Δημήτρης ερχόταν μετά τα μεσάνυχτα. Ξέχασες τότε που βρήκαμε κάτω από το κρεβάτι του ένα πακέτο τσιγάρα και το περιοδικό με τις άσεμνες φωτογραφίες; Ξέχασες τότε που μας κάλεσαν στην Αστυνομία για να πάρουμε το παιδί μας που το κρατούσαν επειδή έσπασε μαζί με άλλους σε επεισόδια που έγιναν αμέσως μετά το πάρτυ του σχολείου τους; Ξέχασες τους γείτονες μας που μας παραπονιόντουσαν ότι ο Δημήτρης μαζί με τους φίλους του χτυπούν τον τρελο-Γιάννη και τον κοροϊδεύουν;

Άκουσε Παναγιώτη μου, αυτό που διαπιστώνω είναι πως με την αλλαγή του Δημήτρη ησύχασε το κεφαλάκι μου και το σπίτι μου. Τα προβλήματα λιγόστεψαν. Ακόμη και οι καυγάδες μας ως αντρόγυνο μειώθηκαν. Από τι στιγμή που ο Δημήτρης μας έφερε το Θεό στο σπίτι επανήλθε το χαμόγελο και η ευτυχία. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως εμείς κάναμε λάθος; Μήπως εμείς ευθυνόμαστε που τα παιδιά μας είχαν πάρει τέτοια πορεία;

Παναγιώτη, αντί λοιπόν να φοβόμαστε για τον Δημήτρη θα σου πρότεινα να τον ακολουθήσουμε στην πορεία του. Να αρχίσουμε σαν οικογένεια να πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Να εφαρμόσουμε και αυτό που μας έλεγε προχθές ο τρελο-Γιάννης, όταν τον φώναξες να φάμε μαζί...

Να βρούμε δηλαδή έναν καλό πνευματικό και να εξομολογηθούμε. Αυτό εννοούσε ο σαλός, όταν έλεγε ότι η εξομολόγηση είναι η βενζίνη που κινεί τον άνθρωπο προς τον ουρανό. Ακόμη, δεν μας ρωτούσε εάν θέλουμε να ταξιδεύσουμε στον ουρανό και εμείς γελούσαμε και θεωρούσαμε αυτά τρέλες;»

--«Βρε γυναίκα καταλαβαίνω τι λες, αλλά να σκέφτομαι πως θα μας κοροϊδεύουν οι φίλοι μας εάν κάνουμε κάτι τέτοιο;» της λέγει ο Παναγιώτης.

--«Αυτό το σκέφτηκα και εγώ, αλλά σκέφτηκα όμως και κάτι άλλο. Τότε Παναγιώτη που δεν είχαμε να πληρώσουμε τη δόση του στεγαστικού και ζήτησες τη βοήθεια των φίλων μας θυμάσαι πως όλοι μας ξέχασαν; Όλοι εξαφανίστηκαν και έπαψαν ακόμη και να τηλεφωνούν; Πότε μας συμπαραστάθηκαν οι φίλοι μας; Μόνο όταν τους καλούμε για φαγητό στο σπίτι, ή σε καμιά ταβέρνα έρχονται.

Συ δεν μου είπες πως μας κουτσομπολεύουν και κατά βάθος διαπίστωσες πως χαίρονταν όταν τους λέγαμε τα προβλήματά μας για τα παιδιά; Θα είχαμε χάσει το σπίτι εάν τότε δεν βρίσκαμε κάτω από την πόρτα μας εκείνο το φάκελο με τις 100.000 δραχμές, για τον οποίο ποτέ δεν μάθαμε μέχρι σήμερα ποιος τον έβαλε αν και υποπτεύομαι ότι ο σαλός κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός» απάντησε η Πολυξένη.

--«Όχι, όχι το σαλό γυναίκα τον ρώτησα αλλά αρνείται πως έκανε κάτι τέτοιο. Άλλωστε που ήξερε ο σαλός το οικονομικό πρόβλημα μας;»

--«Αυτός όλα τα ξέρει, αφού φέρνει βόλτα όλη τη γειτονιά. Ίσως μας είδε στεναχωρημένους και ρώτησε το Δημήτρη ή τον Παύλο; Μην αποκλείεις τίποτε γιατί τέτοια φακελάκια έχουν πάρει και άλλες οικογένειες εδώ γύρω».

Την Κυριακή που ακολούθησε μετά τη συζήτηση οι γονείς ανακοίνωσαν στον Δημήτρη πως θα πάνε μαζί του στην Εκκλησία. Ξύπνησαν μάλιστα και τον Παύλο, που προτιμούσε τον ύπνο κάθε Κυριακή... Μια μέρα έχουμε για να κοιμόμαστε συνήθιζε να λέγει. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε στην αρχή και ίσως να θεωρούσε πως θέλουν να τον ελέγχουν. Όταν όμως διαπίστωσε ότι αυτό συνεχιζόταν και πως οι γονείς του απέκτησαν και πνευματικό και άρχισαν να διαβάζουν πνευματικά βιβλία τότε μιλούσε για θαύμα.

Με την παραίνεση λοιπόν του κυρ- Αποστόλη, ο Δημητράκης άρχισε να καταθέτει τη μαρτυρία του. Όλοι είχαν στρέψει την προσοχή τους προς αυτόν. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος από διπλανά τραπέζια.

--«Μια ημέρα, είπε ο Δημητράκης, η μάνα μου με έστειλε να πάω να πάρω στο φούρνο του κυρ-Αποστόλη ψωμί. Καθώς αγόραζα ψωμί έκανα και μια άσχημη πράξη που συνήθιζα να κάνω μαζί και με τους φίλους μου. Να έκλεψα μια σοκολάτα. Ο κυρ-Αποστόλης δεν το κατάλαβε και πίστευα πως δεν με είδε κανείς.

Από την επόμενη ημέρα όμως καθώς έβγαινα από το σπίτι να πάω σχολείο έβρισκα έξω από την πόρτα μας δύο παρόμοιες σοκολάτες, σαν και αυτή που είχα κλέψει. Αυτό συνεχίστηκε για 20 σχεδόν ημέρες. Ρώτησα τη μάνα μου ποιος βάζει τη σοκολάτα και μου είπε πως κάθε πρωί χτυπά το κουδούνι της πολυκατοικίας ο τρελο-Γιάννης.

Αυτός Δημητράκη μου κάνει τέτοιες παλαβομάρες, μου είπε η μάνα μου. Τότε κατάλαβα πως πρέπει ο σαλός να με είδε όταν άρπαξα τη σοκολάτα και θέλει έτσι να με εκδικηθεί. Θα του δείξω εγώ του τρελού που επιδιώκει να με κάνει να νιώθω άσχημα για μια ψωροσοκολάτα που έκλεψα. Έτσι σκεφτόμουν, τότε.

Την άλλη ημέρα βρήκα πάλι τις σοκολάτες, μία για μένα και μία για τον Παύλο τον αδελφό μου μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε τις 10 εντολές και είχε υπογραμμισμένη αυτή που λέει «ου κλέψεις».

Θύμωσα πολύ...


Μόλις λοιπόν σχόλασα πήγα αμέσως στην πολυκατοικία του τρελο- Γιάννη και χτύπησα το κουδούνι του. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα χαμόγελο και μου είπε.

--«Συγνώμη Δημητράκη μου. Ξέρω πως ήλθες να μου ρίξεις δύο μπάτσες για τις σοκολάτες. Μπάτσες εγώ ο χαζός αξίζω. Έλα χτύπα με, όσο πιο δυνατά μπορείς. Βγάλε το θυμό σου».

Τα έχασα και πήγα να φύγω. Φοβήθηκα. Που ήξερε ο τρελός ότι πήγαινα να τον χτυπήσω, αφού δεν το είχα πει σε κανένα. Στην απορία μου αυτή απάντησε αμέσως.

--«Θα αναρωτιέσαι καλό μου παιδί ποιος μου το είπε πως έρχεσαι να με χτυπήσεις. Έτσι δεν είναι;»

Έγνεψα καταφατικά.

--«Να πριν από σένα ήταν εδώ ο Άγιος Δημήτριος , που σε προστατεύει και η Παναγία μας και μου το είπαν. Ξέρεις σ’ αγαπούν πολύ και μιλούν συχνά για σένα. Να προχθές με την Ελενίτσα τη συμμαθήτριά σου που τη χαστούκισες όταν διαφωνήσατε, τους στεναχώρησες πολύ και έκλαιγαν εδώ μαζί μου. Δημητράκη μου θα σου πω ένα μεγάλο μυστικό με τον όρο πως όσο βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή δεν θα το πεις πουθενά. Δέχεσαι;».

Ναι, απάντησα ενώ έβλεπα τον τρελο- Γιάννη να λάμπει από χαρά.

--«Ο Χριστός μας Δημητράκη θέλει να έρχεται στο σπίτι σας αλλά όσες φορές ήλθε να σας επισκεφθεί άκουσε καυγάδες και έφυγε λυπημένος. Είπε λοιπόν να σου δώσω να διαβάσεις τις εντολές Του, να τις μάθεις καλά και να τις τηρείς και τότε θα επιστρέψει και θα μένει διαρκώς μαζί σας. Ξέρεις τι σημαίνει να μένεις στο ίδιο σπίτι μ’ Αυτόν που Δημιούργησε τον κόσμο; Άντε φύγε τώρα να πας στο σπίτι γιατί η μάνα σου θα ανησυχεί».

Κίνησα να φύγω και ο τρελο-Γιάννης ξεπροβοδίζοντας με μου είπε χαμογελώντας.

--«Βρε Δημητράκη, που πας να φύγεις; Ξέχασες να μου δώσεις τις μπάτσες...»

Έφυγα πετώντας για το σπίτι μου. Μόλις με είδε η μάνα μου με ρώτησε γιατί άργησα και της είπα πως πήγα στον σαλό και του είπα να μην ξαναβάλει σοκολάτες γιατί θα με παχύνει. Μάνα, δώσε μου 30 δραχμές να δώσω στον κυρ-Αποστόλη το φούρναρη γιατί πήρα κάτι και δεν μου έφθασαν τα λεφτά.

Μου τα έδωσε και πήγα τροχάδην και τα έδωσα στον κυρ-Αποστόλη. Εκείνος ξαφνιάστηκε όταν του είπα πως πήρα μια σοκολάτα μαζί με το ψωμί και ξέχασα να του την πληρώσω».

--«Ε! ξαφνιάστηκα, γιατί σε θεωρούσα αλητόπαιδο βρε Δημητράκη. Και μόλις έκανες αυτή την πράξη είπα πως δεν πρέπει να κατηγορώ κανένα γιατί δεν ξέρεις τι καρδιά κρύβεται πίσω από κάθε άνθρωπο. Από τότε σε συμπάθησα...» πετάχτηκε και είπε ο φούρναρης.


Το τελευταίο γράμμα τού σαλού...

Τράβηξε τότε στην αγκαλιά του τον Δημήτρη και τον φίλησε ενώ ταυτόχρονα τον χάιδεψε στο κεφάλι. Η μητέρα του Πολυξένη και ο σύζυγος της Παναγιώτης που παρακολουθούσαν τη σκηνή ήταν εμφανώς συγκινημένοι. Η κυρά Πολυξένη τότε πήρε το λόγο και είπε.

«Για μας ο τρελο- Γιάννης αποτέλεσε οικογενειακό στήριγμα. Ήταν αυτός που συνέβαλε ώστε να κάνουμε στροφή προς τον Χριστό. Άλλαξε τη ζωή μας και μας έκανε κοινωνούς του θαύματος της σωτηρίας. Μας έφερε στο σπίτι μας την ευλογία...

Για μένα, τον Παναγιώτη και τα παιδιά μου υπήρξε φίλος και αδελφός. Ως αδέλφια του λοιπόν αποφασίσαμε πριν λίγο να σας προτείνουμε να μαζευτούμε το προσεχές Σάββατο στην ενορία μας, να τελέσουμε το τριήμερο μνημόσυνο και εν συνεχεία να έλθετε στο σπίτι μας να φάμε όλοι μαζί τιμώντας τη μνήμη του».

Η πρόταση της κυρά –Πολυξένης μας βρήκε όλους σύμφωνους. Ο κυρ- Αναστάσης μάλιστα που πήρε αμέσως το λόγο συμπλήρωσε πως θα ήταν καλό αυτή η αυθόρμητη συζήτηση που άνοιξε στην αίθουσα του Κοιμητηρίου να συνεχιστεί. Παρότρυνε κατόπιν τους παρευρισκομένους να καταγράψουν τα βιώματα και τις εμπειρίες τους που αποκόμισαν από τη συναναστροφή που είχαν με τον εκδημήσαντα.

Ο παπά –Δημήτρης εν συνεχεία που βρέθηκε τυχαία στην ομήγυρη απευθύνθηκε στην κυρά -Πολυξένη και είπε:

«Δεν έτυχε να γνωρίζω τον εκδημήσαντα αδελφό Ιωάννη, αυτόν τον σαλό κατά Χριστόν. Ωστόσο, θα σας παρακαλούσα εάν είναι δυνατόν και δεν έχετε αντίρρηση να έρθω στην οικία σας και να παρακολουθήσω την ευλογημένη αυτή εξιστόρηση των θαυμαστών γεγονότων». «Μετά χαράς παπά μου, θα αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για εμάς» είπε ο Παναγιώτης.

Με ανυπομονησία λοιπόν περίμεναν όλοι να έρθει το Σάββατο. Ο κυρ-Αποστόλης ο φούρναρης είχε φροντίσει για τα κόλλυβα και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Είχε ακόμη ενημερώσει τους ιερείς του Ιερού Ναού πως μετά την Θεία Λειτουργία θα τελεσθεί τρισάγιο για τον τρελο-Γιάννη. Περισσότερο όμως από όλους περίμενε την ημέρα αυτή ο κυρ -Αναστάσης.

Είχε άλλωστε κάθε λόγο να περιμένει τη συνάντηση, γιατί την επόμενη ημέρα της εκδημίας του τρελο -Γιάννη είχε λάβει ένα συστημένο γράμμα. Ξαφνιάστηκε όταν διαπίστωσε πως αποστολέας ήταν ο ίδιος ο τρελο-Γιάννης, ο οποίος είχε φροντίσει να στείλει την παραμονή του θανάτου του το γράμμα.

Ο πάντα περίεργος μπακάλης, ο κυρ-Παντελής, μάταια ικέτευε τον Αναστάση να τον ενημερώσει για το περιεχόμενο της επιστολής. Εκείνος όμως κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό το περιεχόμενο και δεν μιλούσε.

«Ε, βρε Αναστάση ξέρω γιατί δεν θέλεις να μου τα πεις. Θα γράφει τίποτε τρέλες ο μακαρίτης ο σαλός και ντρέπεσαι», του έλεγε πλαγίως για να τον αναγκάσει να μιλήσει.

Τελικά ποιός ήταν ο τρελός; Εκείνος, ή εμείς;

«Παντελή, ένα θα σου πω. Μετά την ανάγνωση της επιστολής, αναρωτιέμαι ποιος ήταν τρελός. Εκείνος ή όλοι εμείς; Τα υπόλοιπα θα τα πούμε εν ευθέτω καιρώ, να μην ανησυχείς», είπε ο κυρ-Αναστάσης. Το νέο όμως, της επιστολής μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα σε όλη τη γειτονιά. Και όπως ήταν εύλογο είχε αυξήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον όλων.

Έτσι, το Σάββατο το πρωί ο ιερός ενοριακός ναός είχε τόσο κόσμο που και ο παπάς παραξενεύτηκε. Πρώτη φορά βλέπω να συγκεντρώνονται τόσοι άνθρωποι σε τρισάγιο, ψιθύρισε στον νεωκόρο. Και εκείνος απάντησε:

«Ο σαλός, ο τρελο -Γιάννης πάτερ μου τους μάζεψε». «Μα βλέπω και αρκετούς ξένους. Συγγενείς του μάλλον θα είναι» μονολόγησε καθώς προχωρούσε προς την Αγία Τράπεζα. Ο παπά -Βασίλης υπηρετούσε 28 χρόνια στην ενορία και γνώριζε καλά τους περισσότερους ενορίτες. Ο Δημητράκης που βοηθούσε στο Ιερό Βήμα μαζί με τον αδελφό του Παύλο είπε στον παπά –Βασίλη πως ο κυρ -Αναστάσης τον παρακαλεί –αν και συνηθίζεται- να του επιτρέψει να πει δυο λόγια μετά το τρισάγιο.

«Μετά χαράς, μετά χαράς Δημητράκη μου. Να μιλήσει ο κυρ- Αναστάσης» είπε και έγνεψε καταφατικά κοιτώντας προς το αναλόγιο όπου βρισκόταν ο κυρ -Αναστάσης. Όπως μάλιστα εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον κυρ- Αναστάση είχε και αυτός την περιέργεια να μάθει την αιτία που γέμισε σαν να ήταν Κυριακή η Εκκλησία.

Στο τέλος λοιπόν και πριν την απόλυση ο παπά-Βασίλης τέλεσε το τρισάγιο. Όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε γοερώς. «Θεέ μου, ανάπαυσον την ψυχή του κεκοιμημένου δούλου σου Ιωάννη...» έψαλλε ο παπά- Βασίλης και έγνεψε στον κυρ-Αναστάση να πλησιάσει και να πάρει το λόγο.

Εκείνος με τη σειρά του στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη και είπε:

«Σεβαστέ μου, πατέρα Βασίλειε, θα αναρωτιέσαι το λόγο της ευλογημένης αυτής σύναξης. Θα αναρωτιέσαι γιατί όλη η γειτονιά αλλά και Χριστιανοί εκτός αυτής ήρθαν να τιμήσουν τη μνήμη του αδελφού μας Ιωάννη, γνωστού σ’ όλους μας ως τρελο-Γιάννης. Ακόμη και οι καταστηματάρχες άφησαν κλειστά τα καταστήματα για να έρθουν στο ναό από νωρίς το πρωί να λειτουργηθούν και όχι μόνο την ώρα του τρισαγίου, όπως κακώς ορισμένοι συνηθίζουν.

«Σήμερα πατέρα Βασίλειε μαζευτήκαμε εδώ για να τιμήσουμε έναν άγιο, έναν ταπεινό άνθρωπο που ο Κύριος τον ευλόγησε απλόχερα με πνεύμα άγιο. Έναν άνθρωπο σαν και εμάς που κάλυπτε με τη σαλότητα τις αρετές που του προσέφερε ο Χριστός. Ο Ιωάννης υπήρξε ο κατά Χριστόν σαλός που φρόντιζε ημέρα και νύχτα με ανιδιοτέλεια τον πλησίον του. Προσέγγιζε κάθε άνθρωπο με αγάπη. Επέβλεπε στη γειτονιά ως Επίσκοπος και θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας μας και επανάφερε με την δήθεν τρέλα του ψυχές στον λησμονημένο σήμερα σχεδόν απ’ όλους μας Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό.

Είμαστε πολλοί τυχεροί γιατί αξιωθήκαμε, αν και δεν το αξίζουμε, να γνωρίσουμε και να συναστραφούμε μέσα στην καθημερινότητά μας με έναν άγιο του Θεού. Τα λόγια μου είναι φτωχά για να περιγράψω τη ζωή του αδελφού μας Ιωάννη. Θεωρώ μάλιστα ανάξιο τον εαυτό μου μετά και την ανάγνωση της επιστολής που έλαβα την επόμενη ημέρα και η οποία είχε σταλεί από τον εκδημήσαντα.

Ο Ιωάννης, όπως μού γράφει στην επιστολή του μια εβδομάδα πριν κοιμηθεί, ενημερώθηκε διά θαυμαστού γεγονότος, από τον Τίμιο Πρόδρομο να προετοιμασθεί για την έξοδο του από τον κόσμο τούτο. Δεν είχε κάποια ασθένεια, από ότι γνωρίζω, ούτε είχε καταλάβει κανείς κάτι στη συμπεριφορά του. Αντιθέτως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του φρόντισε να αφήσει μια σημαντική παρακαταθήκη για τη γειτονιά μας. Φρόντισε για όλους μας.

Στην επιστολή του ο Ιωάννης δίδει συμβουλές και παραινέσεις ονομαστικά στον καθένα μας τονίζοντας πως πρέπει να αγκιστρωθούμε στον Χριστό μας και να εντρυφήσουμε στη δικαιοσύνη του Θεού. Θα σας τη διαβάσω αναλυτικά», είπε ο κυρ-Αναστάσης και τράβηξε από το σακάκι του την επιστολή. Όμως, βούρκωσε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μαζί του, βούρκωσαν όλοι.

Τότε ο παπά -Βασίλης παρενέβη και είπε.

«Αγαπητοί μου Χριστιανοί. Για πάνω από σαράντα χρόνια γνώριζα τον εκδημήσαντα. Όμως, πιθανόν λόγω της αμαρτίας μου δεν κατάφερα να διαγνώσω την αγιότητα του Ιωάννη. Ακούγοντας πριν λίγο τον κυρ -Αναστάση άρχισαν να ξετυλίγονται μέσα μου ορισμένα γεγονότα με πρωταγωνιστή τον τρελο- Γιάννη. Τώρα συνειδητοποιώ τούτα και τα εκλαμβάνω ως θαυμαστές πράξεις...

Ενθυμούμαι πως μια Κυριακή ξημερώματα που άνοιξα τον ναό βρήκα τον τρελο-Γιάννη γονατιστό μπροστά στην εικόνα του Χριστού...

«Πως μπήκες μέσα βρε τρελέ»; Τον ρώτησα. «Να παπά μου χθες στον Εσπερινό ξεχάστηκα και ο νεωκόρος με έκλεισε μέσα».

«Και τι μονολογούσες βρε μπροστά στην εικόνα του Χριστού»; του είπα «Τραγουδούσα παπά μου για να περάσει η ώρα» απάντησε.

«Να είσαι πιο προσεχτικός γιατί την άλλη φορά θα φωνάξω την αστυνομία. Δεν σας κρύβω πως τον επέπληξα αυστηρά. «Θεέ μου συγχώρα με» είπε ο παπα -Βασίλης. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκείνος πήρε τη θέση του δίπλα στην κεντρική είσοδο του ναού, όπως συνήθιζε και ζητιάνευε.

Ζητιάνευε γιά να δίνει στούς άλλους...

Πτωχοί καί άνεργοι ζητούν καθημερινά βοήθεια, αλλά κανείς δέν ξέρει τί διαμάντια καί αγιότητες μπορεί να κρύβονται πίσω από κάθε επαίτη πού συναντούμε...

Εν συνεχεία αναφέρθηκε στο περιστατικό με τα χρήματα που μάζευε από την επαιτεία και τα έριχνε στο παγκάρι, το οποίο αναλυτικά περιγράψαμε στις πρώτες σελίδες. Έχω πολλά να σας πω, Χριστιανοί μου, γιατί τώρα πιστεύω πως λύθηκε ο γρίφος και ευχαριστώ γι’ αυτό τον κυρ -Αναστάση. Θα σας περιγράψω μόνο ένα περιστατικό και θα δώσω το λόγο στον κυρ -Αναστάση.

«Ένα απόγευμα ο τρελο -Γιάννης είχε σταθεί μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Ήμουν στο γραφείο. Τον άκουγα που μιλούσε και άκουγα χωρίς να βλέπω πως είχε στήσει διάλογο με μια γυναίκα. Δεν έδωσα σημασία. Όταν βγήκα από το γραφείο είδα μόνο τον τρελο -Γιάννη αλλά δεν υπήρχε άλλος στο ναό. Ο νεωκόρος έλειπε σε εξωτερική εργασία. Ο τρελο-Γιάννης με πλησίασε και αφού έκανε όπως συνήθιζε μια εδαφιαία μετάνοια μου είπε:

«Παπά μου, να πας στην κυρά –Σταμάτα μετά τον Εσπερινό. Σε περιμένει να την κοινωνήσεις γιατί είναι λίγα τα ψωμιά της και ίσως δεν τη βγάλει τη νύχτα». Και που το ξέρεις βρε εσύ; του είπα.

"Μου το είπε μια γυναίκα πριν από λίγο", απάντησε ο τρελο -Γιάννης. Και γιατί βρε δεν ήρθε να το πει σε μένα; «Να θα με πέρασε για τον νεωκόρο» είπε και έφυγε γρήγορα. Από το γραφείο μου βλέπω στην είσοδο και δεν είδα να περνά καμιά γυναίκα. Αλλά και πάλι τότε δεν έδωσα σημασία...

Μετά τον Εσπερινό πήγα στο σπίτι της Σταμάτας. Η κόρη της μόλις με είδε εξεπλάγην, αφού είχε σκοπό όπως μου είπε να με ειδοποιήσει την επόμενη ημέρα για να κοινωνήσει η μάνα της για να μην με κουβαλά βραδιάτικα. Μπήκα στο δωμάτιο της κυράς -Σταμάτας και την κοινώνησα. Με ευχαρίστησε και μου κράτησε για λίγο το χέρι λέγοντάς μου με βαριά ανάσα.

«Παπά μου να φροντίζεις την κόρη μου και τα εγγόνια μου». Η κόρη της ήταν διαζευγμένη και μεγάλωνε μόνη της τα δύο παιδιά. Φεύγοντας με ρώτησε ποιος με ενημέρωσε. Της απάντησα πως η γυναίκα που έστειλε το είπε στον τρελο -Γιάννη. Φάνηκε να απόρησε.

Το βράδυ, δύο ώρες μετά τη Θεία Κοινωνία, λίγο πριν τις 10 η κυρά Σταμάτα εξεδήμησε προς Κύριον. Κοντά της τη στιγμή εκείνη ήταν η κόρη της, οι δύο εγγονές της και ο τρελο –Γιάννης, ο οποίος διάβαζε ψαλμούς από το Ψαλτήριο. Αυτά μου τα είπε η κόρη της μακαρίτισσας Σταμάτας, η οποία βρίσκεται εδώ, και μπορεί να το επιβεβαιώσει.

Τότε αυθόρμητα πετάχθηκε η Μαρία, έτσι έλεγαν την κόρη της μακαρίτισσας Σταμάτας και είπε. Να πεις παπά -Βασίλη και για το φάκελο με τα χρήματα που νόμιζα πως άφησες εσύ και σε ευχαρίστησα. Ναι, λέει ο παπά-Βασίλης. Η Μαρία βρήκε σε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο ένα φάκελο με 100.000 δρχ.. Νόμιζε πως τον ξέχασα και ήρθε να μου τον δώσει. Όμως, δεν γνώριζα τίποτε.

«Μα πάτερ μου εσείς και ο τρελο-Γιάννης είσαστε οι μόνοι που μπήκατε στο σπίτι μας. Ο τρελό-Γιάννης όταν τον ρώτησα είπε πως τον έστειλε η Παναγία για τα έξοδα της κηδείας, επειδή είσαι φτωχή. Τα κάνει αυτά η Παναγία, έλεγε. Δεν τον πήρα σοβαρά και πίστευα πως εσείς τον βάλατε και θέλατε να το κρύψετε» είπε η Μαρία. «Όχι παιδί μου θα σου το ‘λεγα» είπε ο παπά -Βασίλης.

Η συγκίνηση όλων ήταν εμφανής από το άκουσμα των θαυμαστών αυτών γεγονότων. Ο κυρ- Αναστάσης άνοιξε την επιστολή και κάλεσε κοντά έναν νεαρό, τον Κωνσταντίνο, ζητώντας του να κάτσει δίπλα του. Ο Κωνσταντίνος θεωρείτο το «απόβλητο» της γειτονιάς για πολλά χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως υπήρξε μια μεγάλη μεταστροφή και τώρα ετοιμαζόταν να νυμφευθεί την Κατερίνα, την φοιτήτρια αλλά συναντούσε την αντίδραση των γονέων της.

Και με το δίκιο τους οι άνθρωποι αντιδρούσαν, αφού ο Κωνσταντίνος ήταν για πολύ καιρό παγιδευμένος στα δίκτυα της φοβερής μάστιγας της εποχής της μεγάλης ασθένειας της ομοφυλοφιλίας...


Η Ανάσταση ενός ζωντανού - νεκρού, ομοφυλόφιλου...

Ο Κωνσταντίνος, που συνήθιζε να κάθεται στις τελευταίες πάντα θέσεις του Ναού με εμφανή αρχικά δισταγμό σηκώθηκε και πήγε κοντά στον κυρ- Αναστάση. Καθώς διάβαινε προς τον άμβωνα παρατήρησε το πόσο περίεργα τον κοιτούσαν όλοι. Είδε στα μάτια των παρευρισκομένων να καθρεφτίζεται μία αόριστη απορία. Και εκείνος απορούσε γιατί ο κυρ-Αναστάσης κάλεσε μόνο αυτόν να παρευρεθεί δίπλα του, την ώρα της ανάγνωσης της επιστολής.

Κάτι όμως ασυνήθιστο τον παρακίνησε, και αφού έριξε μία κλεφτή ματιά στην αγαπημένη του Κατερίνα, παρακάλεσε τον κυρ -Αναστάση να πει δυό λόγια στη μνήμη του τρελο- Γιάννη. Ο κυρ -Αναστάσης θέλησε να διαβάσει πρώτα την επιστολή και μετά να του δώσει το λόγο. Τότε ο παπα-Βασίλης παρενέβη στη συζήτηση και είπε: «Άσε το παιδί να μιλήσει Αναστάση».

Ο Κωνσταντίνος τότε με χαμηλωμένο το πρόσωπο πήγε μπροστά στο μικρόφωνο.

«Θεωρώ και εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως το χειρότερο μίασμα που υπήρξε ποτέ στην ανθρωπότητα. Ξέρω ακόμη πως ως «μίασμα» της κοινωνίας με αντιμετωπίζετε όλοι λόγω της αμαρτωλής πρώην δραστηριότητάς μου. Έχετε απόλυτα δίκαιο.

Έτσι μου αξίζει να με αντιμετωπίζετε γιατί με τη ζωή που έκανα, όχι μόνο έβλαπτα τον εαυτό μου αλλά και τους πλησίον μου, εσάς δηλαδή αλλά και όλους αυτούς που έπιανα στα δίκτυα της ανομίας...

Παίρνω λοιπόν ως ευκαιρία τη δυνατότητα αυτή που μου έδωσε ο κυρ-Αναστάσης για να ζητήσω από τον καθένα προσωπικά να με συγχωρήσετε. Δεν αξίζω βέβαια ούτε καν τη συγνώμη γιατί σας έβλαψα όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Έβλαψα την πόλη μας, τη συνοικία, τη γειτονιά μας.

Έβλαψα φίλους και γνωστούς μου, γονείς και συγγενείς γιατί μετέφερα με τη βιοτή μου, το βούρκο της ακολασίας στην καθημερινότητά σας....
Στην κατρακύλα μου αυτή που είχα πάρει, έδωσε τέλος οριστικό ο τρελο-Γιάννης. Οι προσευχές του σαλού με έβγαλαν από την παγίδα όχι ενός δαιμονίου αλλά ολάκερης λεγεώνας που είχαν φωλιάσει μέσα μου.
Ήμουν για σχεδόν 10 χρόνια τραβεστί.

Πίστευα τότε ότι η ευτυχία βρίσκεται στην εφήμερη απόλαυση που προκαλεί η σαρκική επαφή. Ντυνόμουν προκλητικά, οργιζόμουν με τους ανθρώπους. Αντιμετώπιζα τη ζωή ως ένα δοχείο ηδονής, το οποίο θα έπρεπε καθημερινά να φροντίζω να γεμίζω. Έζησα το βούρκο της κολάσεως, όσο δεν μπορείτε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους.

Συνήθιζα λοιπόν σε τακτά διαστήματα να αλλάζω κατοικία, αφού με το δίκιο της η κοινωνία με εκλάμβανε ως απόβλητο. Και αυτό στην ουσία ήμουν. Οι τσακωμοί, οι βρισιές και οι απογοητεύσεις πίστευα ότι ήταν η καλύτερη άμυνα στην παθιασμένη κατά κυριολεξία μανία μου να ακολουθήσω κάτι που διέφερε από το κοινωνικά πρέπον, από τα ιδανικά και τις αξίες του ευαγγελίου.

Θεωρούσα τότε ως ανθρώπινο δικαίωμα την ασθένεια μου και είχα την ψευδαίσθηση πως ήταν πέρα ως πέρα φυσιολογικό. Κάτι που είθισται σήμερα κάποιοι ακόμη και ανώτατοι άρχοντες να διαφημίζουν ως δήθεν διαφορετικότητα.

Δεν υπήρξε λοιπόν αστυνομικό τμήμα στην Αθήνα που να μην με γνωρίζει. Δεν υπήρξε δικαστήριο που να μην ήμουν «πελάτης» του είτε ως κατηγορούμενος επειδή πρόσβαλα τα χρηστά ήθη είτε ως μάρτυρας κατηγορίας η υπεράσπισης σε διάφορες παρόμοιες υποθέσεις.

Είχα την ψευδαίσθηση πως με την όλη ανήθικη δραστηριότητά μου υπηρετούσα μία σιωπηλή επανάσταση κοινωνικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας.

Κυνηγημένος έφθασα και στη γειτονιά σας και παρουσιάστηκα στην καλή και φτωχή γερόντισσα την κυρά Χρυσούλα προκειμένου να ζητήσω την γκαρσονιέρα που νοίκιαζε. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον τρελο- Γιάννη, ο οποίος είχε φέρει ψωμί στην σχεδόν άπορη γιαγιούλα.

Η κυρά Χρυσούλα σε αντίθεση με άλλους ενοικιαστές δεν με ρώτησε πολλά πράγματα. Απλώς μου είπε πως οι 30.000 δρχ. που ζητούσε για ενοίκιο, ήταν και τα μόνα χρήματά της για να τα φέρει βόλτα και με παρακάλεσε να μην τα καθυστερώ γιατί μ’ αυτά πληρώνει τη ΔΕΗ, το νερό και τα κοινόχρηστα και αγοράζει τα απαραίτητα προς το ζην.

«Αχ καλέ μου Κωνσταντίνε ο Θεός σε έστειλε. Τρεις μήνες έχω ξενοίκιαστο το σπίτι και ζω με τη βοήθεια του φούρναρη του κυρ-Αποστόλη και του μπακάλη του κυρ-Παντελή που μου στέλνουν ψωμί και τρόφιμα μ’ αυτόν τον σαλό» είπε δείχνοντάς μου τον τρελο-Γιάννη.

«Μα ποτέ δεν έστειλα ψωμί κυρά Χρυσούλα, αφού δεν ήξερα για την κατάστασή σου» γύρισε τότε αυθόρμητα και της είπε ο κυρ-Αποστόλης. «Ούτε εγώ έστειλα ποτέ τρόφιμα», συμπλήρωσε ο κυρ-Παντελής. Μα έτσι μου έλεγε ο τρελο-Γιάννης είπε εμφανώς απορημένη η κυρά Χρυσούλα.

Μετά την μικρή αυτή «ευχάριστη» παρέμβαση ο Κωνσταντίνος συνέχισε...

«Συνήθιζε ο τρελο- Γιάννης να μην αποκαλύπτει τις πράξεις του. Σε εσένα κυρά Χρυσούλα μου, έφερνε φαγητό, σε εμένα όμως έφερε τον ίδιο το Θεό». Τα μάτια του Κωνσταντίνου βούρκωσαν και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Μαζί του έκλαιγαν όλοι. Πήρε μία βαθιά ανάσα και είπε:

«Μετά τρεις ημέρες μετακόμισα στην γκαρσονιέρα. Ο τρελο- Γιάννης με βοήθησε να μεταφέρω τα πράγματα. Μάλιστα όταν ο μεταφορέας άφησε κάποιο υπονοούμενο εξ αφορμής της συμπεριφοράς και του τρόπου ομιλίας μου ο τρελο-Γιάννης τον αποστόμωσε λέγοντάς του πως δεν έχει δικαίωμα να σχολιάζει κάποιος που συστηματικά ζούσε στη μοιχεία και συμπεριφερόταν βάναυσα στα δυό παιδιά του...

Ο μεταφορέας σάστισε, και σταμάτησε τότε να ειρωνεύεται. Πίστεψα πως θα ήταν γνωστοί αλλά απόρησα όταν φεύγοντας στράφηκε στον τρελο-Γιάννη και του είπε:

«Εσύ τι είσαι, μάγος;» Ναι, Γιώργο έχω «μαγευτεί» από την αγάπη του Χριστού μας, απάντησε ο σαλός. Ζήτησε μάλιστα από τον μεταφορέα να πάψει να στεναχωράει τον Χριστό που παρ’ όλη τη συμπεριφορά του γιάτρεψε την κόρη του Θεοδώρα από σοβαρότατη ασθένεια. Με σκυμμένο το κεφάλι ο Γιώργος τότε έφυγε...

Είναι ο κύριος που κάθεται εκεί, μαζί με τη γυναίκα του και μπορεί να επιβεβαιώσει το συμβάν. Μου έκανε εντύπωση ο διάλογος αλλά τότε τον λογάριασα ως τρέλες του σαλού.

Το βράδυ λοιπόν της ίδιας ημέρας ντύθηκα με γυναικεία ενδύματα κατά τη συνήθειά μου και πήγα σε γνωστό στέκι των τραβεστί στην λεωφόρο Συγγρού. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα τον τρελο- Γιάννη να με κοιτά από την απέναντι γωνιά του τετραγώνου. Από τη σκέψη μου πέρασε πως επεδίωκε ερωτική συντροφιά. Αλλά πως άραγε με βρήκε; Με παρακολούθησε ο σαλός και τώρα θα τα πει στη κυρά Χρυσούλα, σκέφθηκα... Αχ πάλι θα αναζητώ σπίτι.

Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά σταμάτησε ένας υποψήφιος πελάτης μπροστά μου. Σαν ελατήριο τότε σηκώνεται ο τρελός και αρχίζει να φωνάζει.

«Αυτός έχει AIDS, είναι άρρωστος και θα σας κολλήσει. Φύγετε –φύγετε». Αιφνιδιάστηκα από την αλλοπρόσαλλη αυτή συμπεριφορά ενός ανθρώπου που ούτε καν γνώριζα. Βέβαια ο υποψήφιος πελάτης έφυγε. Άρχισα τότε να βρίζω τον τρελο- Γιάννη. Με έπιασε μία υστερία... Αυτό συνεχίστηκε σχεδόν για ένα μήνα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ως σήμερα πως ανακάλυπτε τα παράνομα στέκια. Ένα βράδυ, τον βάρεσα μάλιστα πολύ άσχημα...

Φανταστείτε όμως την έκπληξή μου, όταν κάθε βράδυ που γύριζα στο σπίτι έβρισκα ένα φάκελο με σχεδόν τα διπλά χρήματα απ’ αυτά που συνήθιζα να εισπράττω από την βρώμικη αυτή δραστηριότητά μου και απέξω έγραφε:

«Ευλογία για τον δούλο του Χριστού, Κωνσταντίνο...». Δεν ήξερα τότε τι να υποθέσω με όλα αυτά τα περίεργα που ζούσα. Τα απογεύματα που συνήθιζα να βγαίνω από το σπίτι και έβλεπα τον τρελο- Γιάννη θύμωνα. Εκείνος όμως έλεγε.

«Κωνσταντίνε μου πάψε να στεναχωρείς τον Χριστό και την Παναγιά μας που κλαίνε αδιάκοπα για σένα». Σκεπτόμουν ακόμη και να φύγω από το σπίτι, αλλά κάτι με κρατούσε εκεί. «Ρε μήπως σε ερωτεύτηκε και συμπεριφέρεται έτσι αλλόκοτά» μου έλεγαν οι άλλοι τραβεστί. «Όχι, δεν δείχνει τέτοιες διαθέσεις» απαντούσα.

Για να μην τα πολυλογώ, αποφάσισα να προσκαλέσω τον τρελο -Γιάννη στο σπίτι προκειμένου να δώσω ένα τέλος σ’ όλα αυτά. Νόμιζα πως κάποιος τον βάζει επίτηδες για να με τρελάνει. Στην πρόσκλησή μου ο τρελο -Γιάννης παρά το γεγονός ότι επανειλημμένως τον είχα προπηλακίσει ανταποκρίθηκε θετικά. Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη την ημέρα και καθάρισα το σπίτι, μαγείρεψα κάτι πρόχειρο και το έριξα στο διάβασμα. Ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης και κέντρισε την προσοχή μου ένα δημοσίευμα για κάποιο γέροντα ονόματι Πορφύριο που υπηρέτησε σε παρεκκλήσιο νοσοκομείου στην Ομόνοια...

Δεν πρόλαβα να το διαβάσω όταν άκουσα τον τρελο-Γιάννη να χτυπά την πόρτα. Μόλις του άνοιξα μου είπε:

«Ευλογημένος να είσαι Κωνσταντίνε μου στο νυν αιώνα και στον μέλλοντα». Πρώτη φορά άκουγα αυτόν τον χαιρετισμό, αλλά και για πρώτη φορά άκουσα το δαιμόνιο να μιλά από μέσα μου.

«Ήρθες και εδώ στο σπίτι μου τρελέ να με εκδιώξεις; Δεν είμαι μόνος, αλλά έχω συντροφιά και άλλους 365 φίλους μου δαίμονες. Δεν πρόκειται να φύγω. Φύγε εσύ γιατί θα σε σκοτώσω».

Ο τρελο- Γιάννης τότε ύψωσε μπροστά μου ένα σταυρό και είπε.

«Στο όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος...» Δεν άκουσα τίποτε άλλο γιατί λιποθύμησα. Όταν συνήλθα αντίκρυσα τον σαλό να μου χαμογελάει. Ένιωθα μία χαρά που βρισκόταν εκεί, αλλά δεν ήξερα την αιτία.

«Σου έφερα ένα δώρο Κωνσταντίνε μου. Είναι το Ψαλτήριο, ένα βιβλίο που έγραψε ο βασιλιάς και Προφήτης Δαυίδ». Τι έγινε, τι συνέβη; Ρώτησα.

«Κωνσταντίνε μου, έχεις μεγάλη ευλογία. Ο Χριστός σε επέλεξε. Σε ετοιμάζει για μεγάλους άθλους. Όμως, θα πρέπει να δώσεις μεγάλο αγώνα, γιατί αυτό που έχεις μέσα σου δεν πρόκειται να φύγει εύκολα». Εάν βλέπατε τη λάμψη στο πρόσωπο του τρελο -Γιάννη θα κατανοούσατε το φόβο μου. Θεωρούσα αηδίες τα περί δαιμονίων. Πίστευα ότι αποτελούν σκαρίφημα των παπάδων και της θρησκείας για να φοβίζουν τον κόσμο και να απομυζούν εύκολα χρήματα, να περνούν καλά, να πλουτίζουν και άλλα τέτοια συναφή. Και να τώρα που υπήρξα μάρτυρας της φθονερής για τον άνθρωπο δράσης τους...

Ο τρελο-Γιάννης από τότε έγινε αδελφός και φίλος. Το ίδιο βράδυ μάζεψα όλα τα γυναικεία ρούχα και τα παπούτσια και τα καλλυντικά και τα πέταξα στα σκουπίδια. Την επόμενη ημέρα άλλαξα το τηλέφωνό μου. Με τη βοήθεια του σαλού μάλιστα έπιασα δουλειά σε λογιστήριο μίας μεγάλης εταιρίας. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας ήταν φίλος του τρελο-Γιάννη. Με προσέλαβε με ικανοποιητικό μισθό.

Ταυτόχρονα, σχεδόν καθημερινά, με τον τρελο-Γιάννη πηγαίναμε σε ένα ναό ψηλά στον Υμηττό και ο ιερέας διάβαζε τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου (εξορκισμούς), ενώ ο τρελο- Γιάννης διάβαζε ψαλμούς. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έζησα.

Αυτό που μπορώ τώρα να βροντοφωνάξω από την εμπειρία αυτή είναι πως η ομοφυλοφιλία και εν γένει η πορνεία, δεν είναι διαφορετικότητα ούτε ασθένεια, είναι ένα φοβερό δαιμόνιο, που εξοργίζει τον Θεό τόν Παντοκράτορα.

Αυτό επίσης που θέλω να σας πω είναι πως η Αγία μας Εκκλησία έχει τα κατάλληλα όπλα για να εξολοθρεύει ολοσχερώς όλα αυτά που σήμερα η εκσυγχρονισμένη κοινωνία μας θεωρεί όπως και εγώ πίστευα κάποτε ότι είναι βλακείες.

Οι προσευχές του αγίου της γειτονιάς μας με γλύτωσαν. Άλλαξε τη ζωή μου ολάκερη η γνωριμία μαζί του. Αυτά που έζησα τα τελευταία πέντε χρόνια στην ευλογημένη αυτή γειτονιά συνθέτουν ένα αληθινό θαύμα του Τριαδικού και μόνου αληθινού Θεού. Ξέφυγα μέσα από μία πραγματική κόλαση και ζω μέσα σ’ έναν κόσμο που ούτε στα καλύτερα όνειρά μου δεν είχα ζήσει...

Με τη συνεχή συμπαράσταση του Αγίου αυτού ανθρώπου, που κάθε άλλο παρά τρελός ήταν, κατανόησα το λάθος, συνειδητοποίησα πράγματα και καταστάσεις που αποτελούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας, γνώρισα την αγάπη του Χριστού. Λειτουργούσα ως εθισμένος σε τοξικές ουσίες, δεν ξεχώριζα από τους τοξικομανείς, ζούσα έναν εφιάλτη, στον οποίο έδωσε τέλος ο τρελο -Γιάννης ο υπέροχος αυτός άγιος του Θεού.

Δεν θέλω άλλο να σας κουράσω με την ιστορία μου. Άλλωστε, καταγράφω όπως πρότεινε ο κυρ-Αναστάσης όλη την ιστορία μου με λεπτομέρειες. Ζητώ συγγνώμη και από εσάς και από τα πάμπολλα θύματα που παρέσυρα στα δίκτυα της ανομίας, όπου ήμουν παγιδευμένος.

Ζητώ συγνώμη και από την αγαπημένη μου Κατερίνα, η οποία άνοιξε την αγκαλιά της στον πιο αμαρτωλό όλης της οικουμένης, έκλεισε τα αυτιά της στα δυσμενή σχόλια και τις δίκαιες κριτικές, και δέχτηκε την πρότασή μου να προχωρήσουμε σε γάμο. Δέχτηκε να ζήσει με ένα μηδενικό, με ένα απόβλητο, ένα μωρό. Και στον επικείμενο γάμο μας είχε επενδύσει με δάκρυα και προσευχές, ο άγιος τούτος άνθρωπος, ο τρελο –Γιάννης.

Τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου χάθηκαν μέσα στους λυγμούς του. Μαζί του έκλαιγε ο παπά Βασίλης που έτρεξε και τον αγκάλιασε, αλλά καί όλοι οι παρευρισκόμενοι.

"Σκέφτομαι παπά-Βασίλη να φύγω από τη γειτονιά όχι για μένα αλλά για την Κατερίνα" ψέλλισε ο Κωνσταντίνος με δυσκολία.
Τότε ο παπά-Βασίλης πήρε το λόγο και είπε:

"Αγαπητοί μου ο Κωνσταντίνος εξεδήλωσε την επιθυμία να φύγει από τη γειτονιά μας. Τι λέτε; Θα αφήσουμε μια ζωντανή μαρτυρία ενός θαύματος του εκλιπόντος αδελφού μας Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο μας αλλά και την Κατερίνα μας να φύγουν;"
Όχι, Όχι. φώναξαν όλοι...


Σημείωση: Έπειτα από παράκληση πολλών αναγνωστών προβαίνουμε σε μία ακόμη προδημοσίευση κειμένου από το υπό έκδοση βιβλίο για τη ζωή του τρελο-Γιάννη. Τα έσοδα που θα προκύψουν από τη διάθεση θα διατεθούν εξ’ ολοκλήρου για την ανέγερση του ιερού ναού Αγίου Χαραλάμπους στο Βαλάρι της Ευρυτανίας.

Πηγή: www.orthodoxia.gr