Αφασία, ευσεβισμός και εκκλησιαστική συνείδηση
Tου Xρηστου Γιανναρα [3-2-2008]
Η πραξικοπηματική απόσχιση της ελλαδικής Εκκλησίας από τον κορμό της ελληνικής οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η αυτοανακήρυξη της «αυτοκεφαλίας» της, ήταν ενέργημα συνεπέστατο στον επαρχιωτισμό του εθνικισμού που καθόριζε πια την πορεία του νεόφυτου κρατιδίου. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κοραϊσμός, χάρη στις λόγχες των Βαυαρών, επιβλήθηκε κυριαρχικά σαν επίσημη κρατική ιδεολογία. Και ο Κοραής είχε προκαθορίσει την εκκλησιαστική αυτοκεφαλία σαν προϋπόθεση για την εθνικιστική βαλκανιοποίηση του Ελληνισμού.
Από τα πρώτα της βήματα αυτή η βαλκανικού επαρχιωτισμού εθνική Εκκλησία σάρκωνε μια σχιζοφρένεια, οργανικό σύμπτωμα και συνέπεια του ξεσπιτωμού των Ελλαδιτών από την κοσμοπολίτικη αρχοντιά της πατριαρχικής οικουμενικότητας: Η διοίκηση εντελώς αφασική, με ριζικά αλλοτριωμένη εκκλησιολογική συνείδηση, ολοκληρωτικά υποταγμένη στις κρατικές σκοπιμότητες, ξιπασμένη από κατ’ επίφασιν προνομίες κοσμικής επιβλητικότητας – συμβατικός θεσμός «επικρατούσης θρησκείας», χρηστικός όσο και κάθε άλλη υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Και παράλληλα, άσχετα με τη διοίκηση, κάποια «κινήματα», πρωτοβουλίες λαϊκών και «κατώτερων κληρικών», που η αφασία του επίσημου θεσμού τους εξωθούσε να αναζητήσουν τη «ζωντανή» και «γνήσια» θρησκευτικότητα αλλού: Στα υποδείγματα ορθολογικά οργανωμένης ευσέβειας και νομικά κωδικοποιημένης ηθικής που είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα από τα κύματα των προτεσταντών μισσιοναρίων πριν και μετά την ανεξαρτησία.
Για περισσότερα από εκατό χρόνια, η σχιζοφρενική αυτή συνύπαρξη της αφασίας του επίσημου θεσμού με τον ζηλωτισμό του εξωεκκλησιαστικού ευσεβισμού λειτούργησε χάρη σε μιαν αμοιβαία, καθαρά συμφεροντολογική, ανεκτικότητα: Η αφασική διοίκηση αντλούσε από τον ζηλωτικό ευσεβισμό ευπρόσωπο λόγο ύπαρξης της Εκκλησίας και επίδειξη ωφέλιμου κοινωνικά έργου. Ο δε αυτόνομος στην οργάνωσή του ευσεβισμός κατόρθωνε έτσι να γίνεται ανεκτός παρά τον εξωεκκλησιαστικό χαρακτήρα του.
Μετά από δύο αρχιεπισκόπους στις αρχές του 20ού αιώνα που οδήγησαν την υποτέλεια του θεσμού σε εξευτελιστική κορύφωση («ανάθεμα» Βενιζέλου, 1916 – εκδίωξη του βενιζελικού αρχιεπισκόπου, 1920), ανεβαίνει στο θρόνο των Αθηνών, με ανακτορική παρέμβαση, ο πρώτος μέγας προστάτης των ευσεβιστικών κινημάτων αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Πανεπιστημιακός καθηγητής, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, προβλήθηκε ως «το πρόσωπο της αλλαγής»: Η Εκκλησία εμφανίστηκε να «βγαίνει από το κοινωνικό περιθώριο», να έχει «μορφωμένη ηγεσία», αξιοπρεπή παρουσία. Βιτρίνα του ιεραποστολικού της έργου τα αυτονομημένα εξωεκκλησιαστικά σωματεία: ο ηγέτης τους ορίζεται ιεροκήρυκας του καθεδρικού ναού των Αθηνών και σελαγίζει στο κοινωνικό στερέωμα σαν ιερατικό πρότυπο προσδίδοντας και στο ευσεβιστικό κίνημα θριαμβική νομιμοποίηση. Παράλληλα όμως ο ρηξικέλευθος αρχιεπίσκοπος θα εισαγάγει μαζικά στην επισκοπική Ιεραρχία πολλά πρόσωπα που στις επόμενες δεκαετίες θα αποτελέσουν αφορμές αλυσσιδωτών, θορυβωδών σκανδάλων σεξουαλικής ιδιαιτερότητας.
Ακολουθεί η ανώμαλη εκλογή ως αρχιεπισκόπου, κάτω από το μεταξικό καθεστώς, μιας σημαντικής στον εθνικό και θρησκευτικό βίο προσωπικότητας, του Χρύσανθου Φιλιππίδη, που θα επιχειρήσει να μπολιάσει στην αφασική διοίκηση πρόσωπα των ζηλωτικών κινημάτων. Με την εισβολή των Χιτλερικών ο Χρύσανθος αντικαθίσταται από τον Δαμασκηνό Παπανδρέου, για να ξεστρατίσει άλλη μια φορά η ελλαδική Εκκλησία σε ρόλο εθναρχικό, σε στρεβλή αναζήτηση κοινωνικής αναγνώρισης της «χρησιμότητάς» της. Το ίδιο κλίμα θα υπηρετήσει και ο στιβαρός Σπυρίδων Βλάχος, κυρίως με αφορμή τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου.
Επονται διαδοχικά τέσσερις αρχιεπίσκοποι με ασήμαντη παρουσία, ενώ η δραματική αντίθεση ανάμεσα στην αφασία της διοικούσας Εκκλησίας και στον θρησκευτικό δυναμισμό του εξωεκκλησιαστικού ευσεβισμού επιτείνεται. Την επίταση τροφοδοτεί σωρεία κραυγαλέων ηθικών σκανδάλων κληρικών, κυρίως επισκόπων. Ετσι, όταν η δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967 συγκροτεί «αριστίνδην» σύνοδο επισκόπων, η οποία εκλέγει αρχιεπίσκοπο Αθηνών το κορυφαίο στέλεχος των ευσεβιστικών οργανώσεων Ιερώνυμο Κοτσώνη και ο Ιερώνυμος επιχειρεί σαρωτική «ηθική κάθαρση» του επισκοπικού σώματος, ό,τι και αν λέμε για λόγους «αντιστασιακούς» εκ των υστέρων, το γενικό αίσθημα λαϊκής ανακούφισης ήταν περισσότερο και από έκδηλο. Κατηχημένο μόνο με τις αρχές του προτεσταντικού ηθικισμού (τόσο από το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολειά όσο και από τα κηρύγματα των οργανώσεων), το πλήρωμα της ελλαδικής Εκκλησίας ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει τη ζωτική και θεμελιώδη διαφορά του ατομοκεντρικού ηθικισμού από το άθλημα μετοχής στο σώμα εκκλησιαστικής κοινωνίας της ζωής. Γι’ αυτό και αναφανδόν προτιμούσε επισκόπους με ηθική τουλάχιστον συνέπεια από αφασικούς καριερίστες, σκανδαλοποιούς.
Με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη, γεφυρώνεται για πρώτη φορά το χάσμα ανάμεσα στη διοικούσα Εκκλησία και στα ζηλωτικά κινήματα. Μια καινούργια, συχνά εκπληκτική ανθρώπινη ποιότητα αναλαμβάνει επισκοπικές ευθύνες: άνθρωποι με ανιδιοτέλεια, θυσιαστική ετοιμότητα, ιεραποστολικό ζήλο, μάλλον ανυποψίαστοι όμως για το εκκλησιαστικό γεγονός, παγιδευμένοι στην ιδεολογική θρησκευτικότητα και στον ηθικιστικό ωφελιμισμό.
Οταν ο Ιερώνυμος θα παραιτηθεί (και απογοητευμένος από την εκκλησιαστική του διακονία θα ιδρύσει ένα διεθνές κίνημα «Αγαπισμού»!) ο διάδοχός του, εκλεκτός της χούντας Ιωαννίδη, Σεραφείμ Τίκας θα αποβάλει από το επισκοπικό σώμα, με την ανομία συντακτικών πράξεων της δικτατορίας, αυτήν την ενοχλητική ευσεβιστική ποιότητα. Στα είκοσι πέντε χρόνια της αρχιεπισκοπικής του θητείας η αφασία της διοικούσας Εκκλησίας θα αποκατασταθεί υποδειγματικά.
Ομως, ο ίδιος ο Σεραφείμ, παρ’ όλο που επιβάλλει και χειροτονεί ως επισκόπους ασήμαντα αναστήματα, αναγκάζεται να καταφύγει και σε κληρικούς τυπικά εξωεκκλησιαστικής ευσεβιστικής νοοτροπίας. Τα κάποτε σωματεία - πυρήνες του ατομοκεντρικού ζηλωτισμού έχουν πια εκλείψει ή φυτοζωούν, αλλά το μόνο είδος δραστηριότητας που έχουν να επιδείξουν οι εκκλησιαστικές μητροπόλεις, παντού στην Ελλάδα, είναι ο προτεσταντικού τύπου θρησκευτικός ιεραποστολισμός των εξωεκκλησιαστικών κινημάτων. Πολλούς επιδέξιους σε αυτό τον ακτιβισμό κληρικούς προβιβάζει σε επισκόπους ο Σεραφείμ.
Για τη διαδοχή του συγκρούστηκαν δύο ξεκάθαρα αντιθετικές νοοτροπίες: Από τη μια το χαρισματικών προσόντων βλάστημα της ιδεολογικής θρησκευτικότητας των οργανώσεων, μοντέλο εκσυγχρονισμένου θρησκευτικού ηγέτη (περισσότερο Αγιατολάχ και παρεμπιπτόντως εκκλησιαστικού ποιμένα), μέλος συγκεκριμένης οργάνωσης κληρικών συγκροτημένης ακριβώς με τις σκοπιμότητες της «τυρείας» που καταδικάζουν οι Κανόνες της Εκκλησίας. Και από την άλλη, ένα από τα ελάχιστα δείγματα μιας μικρής μειονότητας επισκόπων που συνειδητοποιούν την καισαρική διαφορά της Εκκλησίας τόσο από τον ατομοκεντρισμό του ευσεβισμού όσο και από την αφασία και θεομπαιξία.
Φυσικά και εξουδετερώθηκε, με λάσπη για δήθεν οικονομικές ατασθαλίες, ο δεύτερος υποψήφιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου